Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος. Angelos Vlachos
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος - Angelos Vlachos страница 17

СКАЧАТЬ εύσωμον οψοπώλην, ούτινος η μορφή ήτο πορφυρά ως βρασμένος αστακός.

      – Άφησέ με, που δεν θ' αγοράσω! Η τύχη, ματάκια μου, δεν έρχεται δυο φοραίς, και όταν έλθη πρέπει να την ιδής εσύ, γιατί εκείνη δεν βλέπει.

      – Και συ τόρα νομίζεις ότι βλέπεις;

      – Καλά! μεθαύριο τα μιλούμε.

      Εγγύς αυτών αμύσταξ νεανίσκος, παις σχεδόν έτι, εξωμολογείτο εις άλλον ομήλικά του, ότι κατορθώσας να υπεξαιρέση πολύτιμα τινα της μητρός αυτού κοσμήματα, τα έκαμεν, ως έλεγε, «ψιλούς παράδες» και ηγόρασε δύο μετοχάς.

      – Άκουσε το διαβολόπουλο! παρετήρησε δικηγόρος τις, ακούσας την εξομολόγησιν του παιδός. Πώς θα καταντήσωμεν, αδελφέ, με αυτήν την μανίαν;

      – Θα καταντήσωμεν, απήντησε μειδιών ο ερωτώμενος συναδελφός του, να μη πηγαίνωμεν πλέον εις τα δικαστήρια και να δικαζώμεθα ερήμην.

      – Το λέγεις τάχα δι' εμέ;

      – Και διά σε και δι' εμέ.

      Ολίγον παρέκει μεσίται δυο συνωμίλουν ταπεινή τη φωνή, προσπαθούντες – κωμικώτατον φαινόμενον – να απατήσωσιν αλλήλους. Αμφότεροι ήθελον να πωλήσωσι, και αμφότεροι προσεποιούντο ότι ήσαν αγορασταί. Τέλος επείσθησαν ότι μάτην εκοπίων, και απεχωρίσθησαν ψιθυρίζοντες, ο μεν: – Δεν γεληέται, ο διάβολος!, ο δε – Και ούτος με το ίδιον αέρα αρμενίζει.

      Πλην υπεράνω πάντων αυτών των κατ' ιδίαν διαλόγων και των εν εμπιστοσύνη εξομολογήσεων, υπεράνω του υποκώφου ψιθυρισμού των προσπαθούντων να απατήσωσιν αλλήλους, των παροτρυνομένων αμοιβαίως εις αγοράς και πωλήσεις, και των φιλοσοφούντων επί του προ αυτών νοσολογικού κοινωνικού φαινομένου, αντήχει φοβερός και συμμιγής ο τάραχος των μεγαλοφωνούντων εξ υπογυίου μεσιτών, ων άλλοι άλλα τέως ασκούντες επαγγέλματα, κατέλιπον έν πρωί ο μεν το ξυράφιον αυτού και την λεκάνην, ο δε την οψοπωλικήν αυτού ποδιάν, ο δε το υπαλληλικόν του γραφείον, ο δε και αυτούς τους μαθητικούς σκύμνους, και ετράπησαν προς το διασκεδαστικόν και κερδοφόρον επιτήδευμα «του ποδαριού» – ως το απεκάλουν, – την χρηματιστικήν μεσιτείαν. Πάντες ούτοι, πλήρεις έχοντες τας χείρας αυτών χαρτονομισμάτων και μετοχών, ων η πλήρης ρύπου και μωλώπων μορφή αληθή και αδελφικόν μοι ενέπνεεν οίκτον, περιεφέροντο συνωθούμενοι και οιονεί δαιμονίωντες μεταξύ του πλήθους, και εξελαρυγγίζοντο κραυγάζοντες και εκφωνούντες το εμπόρευμά των.

      – Αγοράζω δέκα κομματάκια με σαρανταεννηά! . . .

      – Και μισό, αγαπητέ, και μισό.

      – Πουλώ είκοσι, με πενήντα.

      – Πουλώ εις τα πενήντα εκατό, διακόσια, όσα θέλετε . . .

      – Δικά μου το λοιπόν, αφού πουλείς όσα θέλω!

      – Τώχαψε ο φίλος σαν λουκούμι! τι κουτός που είσαι καϋμένε!

      – Εγώ είμαι κουτός, ή εσύ είσαι μασκαράς;

      – Α, α! όχι χονδρά λόγια, γιατί ξέρεις πως έχω το χέρι κομμάτι μακρύ.

      – Αν ήνε μακρύ, το κονταίνομε, πουλάκι μου!

      – Ελάτε! ησυχία, . . . ντροπή!

      – Έχω δέκα κομματάκια, μιας χήρας, και τα ξεκάμνω εις τα πενήντα ένα.

      – Εγώ έχω πέντε ενός ορφανού, και τα ξεκάμνω 'ς τα πενήντα.

      – Όλο εμπρός СКАЧАТЬ