Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος. Angelos Vlachos
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος - Angelos Vlachos страница 19

СКАЧАТЬ παίξης εις το χαρτοπαίγνιον, διότι τι άλλο τέλος πάντων είνε αυτό το εμπόριον παρά χαρτοπαίγνιον! Και όμως δεν ησύχασες! ηγόρασες και άλλας σήμερον· με τι τας επλήρωσες; με τι θα τας πληρώσης, αφού δεν έχομεν πλέον ούτε μίαν δραχμήν διά να αγοράσωμεν ψωμί, αφού θ' αναγκασθώ να πωλήσω το μικρό αυτό υποκαμισάκι, που έρραπτα διά την κόρην μου, διά να ζήσωμεν αύριον;

      Ο Θεοδωράκης δεν ήτο πλέον ο ίδιος άνθρωπος. Ίστατο προ της συζύγου του ενεός και άφωνος, ως μη αναγνωρίζων αυτήν, ως παράφρων προς στιγμήν γενόμενος.

      – Λέγε μου λοιπόν! επανέλαβεν η Σοφία, με τι τας επλήρωσες;

      – Θα τας πληρώσω αύριον, . . απήντησε μηχανικώς ούτως ειπείν ο κερδοσκόπος.

      – Με τι; με τι; επέμενε κραυγάζουσα η νεαρά γυνή.

      – Πλην, Σοφία μου, υπέλαβεν ο σύζυγος, ηπιώτερος εκ της αλλοφροσύνης αυτού ανακύψας, αύριον θα ήνε υπερτιμημέναι, θα τας πωλήσω εις τα διακόσια, και θα ωφεληθώμεν πέντε χιλιάδας φράγκα . . .

      – Και αν αύριον δεν ήνε υπερτιμημέναι;

      – Θα ήνε μεθαύριον, αντιμεθαύριον, θα ήνε τέλος πάντων εντός ενός μηνός. Το πράγμα είνε άφευκτον. Παραγγελίαι έρχονται καθ' ημέραν από το εξωτερικόν, από την Κωνσταντινούπολιν . . . και μέχρι της λήξεως τον συναλλάγματος . . .

      Και ο κερδοσκόπος, ωσεί άκων εξολισθήσας εις την τελευταίαν του εξομολόγησιν, ανεστάλη αποτόμως, ψιθυρίζων καθ' εαυτόν – Διάβολε! πώς μου εξέφυγε!

      – Συναλλάγματος! εξεφώνησεν η νεαρά γυνή· υπέγραψες συνάλλαγμα, διά να αγοράσης παληόχαρτα; Έδωκες την υπογραφήν σου, την τιμήν σου, διά να πλουτίσης με τον νουν, διά να έμβης μεθαύριον εις την φυλακήν, και να με αφήσης εις τους πέντε δρόμους;

      Η Σοφία δεν ηδυνήθη να περάνη τους λόγους της. Οι αλλεπάλληλοι κλονισμοί κατέβαλον αυτήν, και έπεσε λιπόθυμος επί τινος έδρας.

      Αλλ' η πεπωρωμένη, φαίνεται, του συζύγου του της καρδία ουδόλως εκ του θεάματος εκείνου εταράχθη, ενώ εγώ, η απλή μάρτυς του μικρού εκείνου οικογενειακού δράματος, έτρεμον όλη εκ της συγκινήσεως.

      Πλησιάσας ο Θοδωράκης εις το τραπέζιον, εφ' ου εκείμην μετά των άλλων μου αδελφών, ήνοιξε τον σύρτην αυτού και μας εκλείδωσεν εντός των σκοτεινών του μυχών.

      – Εκείθεν ήκουσα αυτόν μετ' ολίγον απερχόμενον με γοργόν το βήμα, και κλείοντα βιαίως όπισθεν αυτού την θύραν του δωματίου.

      XI

      Πολλάς, υποθέτω, ημέρας έμεινα εκεί φυλακισμένη.

      Ότε ηνοίχθη ο σύρτης, και η χειρ του κυρίου ημών μας εξέβαλε πάλιν εις φως, ταραχώδης και δυσάρεστος σκηνή συνέβαινεν εντός του δωματίου.

      Είδον ξένας και παραδόξους μορφάς αναιδή περιφερούσας πέριξ τα βλέμματα, ήκουσα συγκεχυμένας τινας φράσεις, εν αις αι λέξεις: διαμαρτύρησις, κατάσχεσις, φυλακή! πολλάκις επανελαμβάνοντο, και ησθάνθην εμαυτήν τέλος μεταβαίνουσαν εις άλλας χείρας.

      – Ιδού! είπεν ο Θοδωράκης πρός τινα των παρισταμένων ξένων. Είνε εκατόν κομμάτια· με τα εικοσιτέσσαρα κάμνουν επτά χιλιάδες τετρακόσια φράγκα περισσότερον αφ' ό,τι οφείλω.

      – Και τα έξοδα; τα έξοδα! προσέθηκε ρικνή τις СКАЧАТЬ