Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος. Angelos Vlachos
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος - Angelos Vlachos страница 16

СКАЧАТЬ Πετραδάκης, και αυτός ξεύρει μου φαίνεται, πολύ καλά τα πράγματα· έλεγε χθες, ότι αι μετοχαί του Λαυρίου θ' αναίβουν εις τα πεντακόσια . . .

      – Αυτό το λέγω κ' εγώ είπεν ο κύριος, καθώς το λέγει και αυτός, διότι μας συμφέρει να το λέγωμεν, διότι είμεθα πωληταί, και θέλομεν να χάφτη ο κόσμος τοιούτου είδους παραμύθια και να αγοράζη. Αν αυτός δεν αγοράζη, εις ποίον θα πωλήσωμεν ημείς;

      Ο Κυρ Γιάννης εμειδία εξ ευχαριστήσεως και ηκτινοβόλει εκ θαυμασμού.

      – Έννοια σου, ψυχή μου, έννοια σου! προσέθηκεν ο μεγαλοφυής κερδοσκόπος, αποτεινόμενος εις την σύζυγόν του, μετ' ολίγας ημέρας θα ιδής πόσον φρόνιμα κάμνω σήμερον.

      Και στραφείς προς τον Κυρ Γιάννην, ωσεί διδάσκαλός τις προς μαθητήν·

      – Άκουσε, κυρ Γιάννη, είπεν εις αυτόν μετ' εμβρίθειας και οιονεί μετρών τους λόγους αυτού ένα ένα. Θα αρχίσης από τα εκατόν πενήντα, και θα κυττάξης να ξεκάμης εντός της αύριον όσας ημπορέσης. Μη δώσης συγχρόνως περισσοτέρας των πενήντα. Δεν μας συμφέρει να φανούμεν ότι βγάζομεν μεγάλαις φουρνιαίς. Ο κόσμος ημπορεί να τρομάξη και να έλθη στάσις. Αν σου ήνε εύκολον, και έχεις ανθρώπους της εμπιστοσύνης σου, μοιράζεις την εργασίαν, και από καιρόν εις καιρόν αγοράζεις απ' αυτούς και μερικά κομμάτια, διά να κρατήσωμεν τας τιμάς. Εννόησες.

      Ο Κυρ Γιάννης είχεν ήδη δείξει διά τον συνεχών αυτού κατανεύσεων προς πάσαν φράσιν του οικοδεσπότου, ότι είχε κάλλιστα εννοήσει την βαθύτητα και το βάρος των λόγων αυτού, ώστε ουδέ καν ησθάνθη την ανάγκην να κατανεύση και πάλιν.

      – Πάρε λοιπόν και πήγαινε! προσέθηκε τέλος ο κύριος, ως στρατάρχης τις εκπέμπων στρατηγόν εις μάχην.

      Ο δε Κυρ Γιάννης, παραλαβών ημάς και τυλίξας εντός κοκκίνου ρινομάκτρου, κατέβη ανά δύο τας βαθμίδας της κλίμακος και εξήλθεν εις την οδόν, ψιθυρίζων μετά τινος στεναγμού.

      – Όπου είνε τα πολλά πάνε και τα λίγα.

      IX

      Μετά τινας στιγμάς, υπό μάλης πάντοτε του Κυρ Γιάννη φερόμεναι, ευρέθημεν εν τω μέσω τριόδου, ην επλήρου πυκνός και πολυτάραχος ανθρώπων όμιλος.

      Το θέαμα της θορυβώδους εκείνης σκηνής, ης υπήρξα ευτυχώς μάρτυς, διότι το άνω ήμισυ του σώματός μου εξείχε κατά τύχην του μανδηλίου, ουδέποτε μέχρις εσχάτης μου στιγμής θέλω λησμονήσει.

      Ας φαντασθώσιν οι αναγνώσται μου ανθρώπους πάσης κοινωνικής τάξεως, παντός φύλου και πάσης σχεδόν ηλικίας διότι και γυναίκες έτι και παίδες δωδεκαέτεις ανεμιγνύοντο εις τα ενεργά πρόσωπα της παραδόξου εκείνης πανηγύρεως· συνωθούμενους εν τη οδώ, φωνάζοντας, χειρονομούντας, μεταλλάσσοντας θέσιν μετά πυρετώδους ανυπομονησίας, και ομοιάζοντας, απλώς ειπείν, προς χορόν δαιμόνων ορχουμένων περί το πυρ της κολάσεως· ας φαντασθώσι πάντα σχεδόν τα παρόδια καταστήματα ανοικτά έτι εν προκεχωρημένη νυκτί, κατάφωτα και πλήρη ανθρώπων χρηματιζομένων και κυβευόντων· ας φαντασθώσι τα καφενεία μεταβεβλημένα εις χρηματιστήρια, τα καπνοπωλεία εις μεσιτικά γραφεία, τα χαρτοπωλεία εις εντευκτήρια πωλητών και αγοραστών· ας φαντασθώσι τέλος όλας εκείνας τας μορφάς εμψυχουμένας υπό της δίψης του χρήματος, παραμορφωμένας υπό του κερδοσκοπικού πυρετού, СКАЧАТЬ