Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος. Angelos Vlachos
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος - Angelos Vlachos страница 12

СКАЧАТЬ εαυτήν μικρόν άνθρωπον!

      – Με μίαν μετοχήν, επανέλαβε, κάμνω την προίκα μου.

      Η κυρία διερράγη εις παταγώδη γέλωτα, και λαβούσα με άκρα χειρί, – Ιδού, λοιπόν, είπε· πάρε την, και καλήν τύχην.

      Ευχαριστώ, κυρία! κατώρθωσε μόλις να αρθρώση εκ συγκινήσεως και ηδονής η μικρά Μαρία, και εξήλθε δι' ασταθούς αλλά γοργού βήματος της αιθούσης.

      IV

      Ιδού εγώ και πάλιν μεταλλάξασα κάτοχον.

      Ελυπήθην μεν επί τινας στιγμάς την ευώδη ατμοσφαίραν του περικαλλούς κομμωτηρίου, όπερ κατέλιπον, αλλά ταχέως με απεζημίωσαν τρία αλλεπάλληλα φιλήματα, άτινα μετά πυρετώδους παραφοράς απέθηκεν επί των παρειών μου η χαρίεσσα κορασίς.

      Αναδραμούσα ταχεία τας βαθμίδας αποτόμου κλίμακος, εκλείσθη εις το υπό την στέγην της οικίας μικρόν αυτής δωμάτιον, και αφού επί πολλήν ώραν με εθεώρησε μετ' ερωτικής εκστάσεως, τις οίδε ποία περί του μέλλοντος αυτής αναπλάττουσα όνειρα η ταλαίπωρος κόρη, ήνοιξεν επίμηκες πράσινον κιβώτιον και ητοιμάσθη να με κλείση εντός αυτού.

      Έβλεπον ήδη μετά περιέργου βλέμματος τα επί της εσωτερικής επιφανείας του καλύμματος του κιβωτίου προσκεκολλημένα ποικιλόχρωμα χαρτιά, παντοειδή φέροντα ζωγραφήματα και παραδόξους παραστάσεις, απεσπασμένα δε, τα μεν εκ περιοδικών συγγραμμάτων, τα δε εξ υφασμάτων και άλλοθεν τις οίδε πόθεν, και χρησιμεύοντα αντί εικονογραφικού μουσείου εις την φιλόκαλον θαλαμηπόλον, ότε ηνοίχθη ησύχως η θύρα του δωματίου, και υψηλός μυστακοφόρος δεκανεύς εισήλθε κατακτητικώς εις αυτό.

      – Αχ! πώς μ' ετρόμαξες, καϋμένε! ανέκραξεν η Μαρία, και ήτο περίτρομος αληθώς, ουχί όμως τοσούτον διά την απροσδόκητον επίσκεψιν, όσον διότι κατελαμβάνετο αίφνης εν κατοχή του πολυτίμου ατόμου μου.

      – Πώς μ' ετρόμαξες! επανέλαβε, και σπεύσασα έκλεισε μεθ' ορμής το κιβώτιον, πρόφθασα όμως ήδη να με ρίψη εντός αυτού.

      – Σ' ετρόμαξα; α, α! ανεφώνησεν ο μυστακίας, και διατί, παρακαλώ, ετρόμαξε το Μαριγάκι μας;

      Αι! . . 'ξεύρω κ εγώ, υπετραύλισεν η ανυπόκριτος κόρη, μήτε την αλήθειαν του τρόμου αυτής κατορθούσα να κρύψη, μήτε την πορφυραν των παρειών της να μετριάση.

      – Δεν ηξεύρεις; επανέλαβεν ο εισβαλών κατακτητής· και εις εκείνην λοιπόν την κασέλλαν τι ερρίψαμεν, παρακαλώ;

      – Τίποτε, . . τίποτε, . . ένα γράμμα.

      – Γράμμα; Τι; έχομεν και αλληλογραφίαν τώρα;

      – Είνε από την εδελφήν μου, καϋμένε, από την Σύρα, εψιθύρισεν η Μαρία, προσπαθούσα, αλλ' αργά πλέον, να διορθώση το κινδυνώδες ψεύδος, δι' ου είχεν αποπειραθή να κρύψη την επικινδυνωδεστέραν αλήθειαν.

      – Από την αδελφήν σου; Για να ιδώ!

      Και ο δεκανεύς, πλησιάσας διά βαρέος του βήματος εις το κιβωτίον, έθηκε την χείρα επ' αυτό και ητοιμάζετο να το ανοίξη, ότε ευκίνητος και ταχεία η κομψή θαλαμηπόλος ώρμησεν επίσης προς το κιβώτιον, και την ήκουσα καθημένην επ' αυτού.

      – Μαρία, . . με γελάς! και μα τον Θεόν . .,

      – Μα, καϋμένε Δημήτρη, δεν με πιστεύεις, το λοιπόν;

      – Όχι, Κυρία! είπε μετ' αξιοπρεπείας СКАЧАТЬ