Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος. Angelos Vlachos
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος - Angelos Vlachos страница 13

СКАЧАТЬ έσχε την εις χείρας του δεκανέως Δημήτρη μεταβίβασίν μου.

      – Καλά κέρδη το λοιπόν, εφώνησεν ύστατον η μικρά Μαρία, ενώ ο μέλλων αυτής σύζυγος διέβαινε την φλιάν του μικρού της δωματίου.

      – Έννοια σου, Μαριγάκι μου, και θα ιδής!

      V

      Μόλις αλλάξασα και πάλιν κτήτορα, ησθάνθην ευθύς ότι εσκοτίσθη της νεαράς μου υπάρξεως ο ορίζων, και του βίου αι περιπέτειαι ήρχισαν ενσκήπτουσαι κατά της κεφαλής μου φοβεραί και αλλεπάλληλοι.

      Άμα εξελθών εις την οδόν ο κύριος μου, συνέθλασε τα τρυφερά μου μέλη διά της πλατείας και χονδροειδούς αυτού χειρός, και μ' εβύθισε, συντετριμμένην ούτω και πλήρη μωλώπων, εις το ευρύ θυλάκιον της αναξυρίδος του, όπου εύρον συντρόφους δύο δεκάρας, μίαν σφάντζικαν, ολίγα τρίμματα ξηρού καπνού, μίαν πίπαν καί τινα φύλλα σιγαροχάρτου.

      Πού οι κολακευτικοί 'κείνοι παλμοί της καρδίας του πρώτου μου κατόχου, πού η ευώδης ατμοσφαίρα του κομμωτηρίου της παχείας μου κυρίας, πού τα φλογερά φιλήματα της θαλαμηπόλου!

      Άβυσσος πνιγηρά και ανήλιος ήτο η νέα μου κατοικία· τοσούτον δε βαρείαν απέφερεν οσμήν, ώστε μετ' ολίγα λεπτά απέβαλον παντελώς τας αισθήσεις μου και απέμεινα λιπόθυμος εις τα βάθη του σκοτεινού εκείνου βαράθρου.

      Αγνοώ πόσην ώραν εκείμην ούτω αναισθητούσα, πού επλανήθην εν αγνοία μου, και πότ' ακριβώς εξύπνησα.

      Τούτο μόνον ενθυμούμαι και ηξεύρω, ότι ότε συνήλθον και πάλιν εις εαυτήν, ήκουσα θόρυβον συγκεχυμένον παντοίων και συμμιγών φωνών, πάταγον ποτηριών συγκρουομένων, και παράφωνον μελωδίαν ερρίνων ασμάτων, οσμή δε οξεία ρητινίτου αφθόνως σπενδομένου προσέβαλε την ασυνήθη εις τοιούτου είδους αρώματα όσφρησίν μου.

      Ζωηρά συνομιλία υπήρχεν από τινος μεταξύ των πληρούντων το καταγώγιον, όπερ αμυδρώς μόλις εφώτιζε ρυπαρός φανός, κρεμάμενος από μελανής δοκού της οροφής· μορφαί δε πολυποίκιλοι και παράδοξοι, τεταγμέναι περί μακράν τράπεζαν, ήτις ήτο ποτε πρασίνη, συναπετέλουν θέαμα βδελυρόν, όπου ανεμιγνύοντο η αναίδεια, η αποκτήνωσις και η ρυπαρία.

      Ταύτα πάντα είδα δι' ενός μόνου βλέμματος άμα συνελθούσα κάπως, διότι ο δεκανεύς μου, εισαγαγών αίφνης εν μέση ομιλία την χείρα του εις το θυλάκιόν του, μ' απέσυρεν εκ του βαράθρου μου σπαίρουσαν υπό τρόμου και φρίκης, και με απέθηκε βιαίως επί του τραπεζίου, ανακράζων διά βραγχώδους και οινοβαρούς φωνής:

      – Κι' αν δεν πιστεύετε, έτηνε!

      – Μωρέ στάσου!

      – Πούνε την!

      – Για να ιδώ!

      – Κ' εγώ, 'ς το Θεό σου!

      – Κ' εγώ, γιατί λιγώθηκα! ανεβόησαν πολλοί συνάμα των συμποτών, και χείρες άπληστοι εξετάθησαν προς εμέ, και απαίσιον φως πλεονεξίας έλαμψεν επί των σατυρικών εκείνων προσώπων.

      – Αι, τ' αδέρφια! ανεβόησεν ο Δημήτρης, λιγώτερη πρεμούρα, ν' αγαπιώμαστε! Διέστε όσο θέλετε, μα τα χέρια κομμάτι παράμερα!

      – Εννοείς, δηλαδήτις, να μας προσβάλης; υπέλαβε τραχέως χονδρός τις και κοντός συμπότης, συνδυάζων διά του παραδόξου αυτού ιματισμού πίλον, αναξυρίδα, περικνημίδας και τσαρούχια.

      – Δεν έχει προσβολή εδώ, Κυρ Γιαννάκη! απήντησεν СКАЧАТЬ