Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος. Angelos Vlachos
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος - Angelos Vlachos страница 14

СКАЧАТЬ ο Γιώργης Σταύρος χαρτί είνε, μα κάνει μέταλλο, άδειο κεφάλι! προσέθηκε, μετά στιγμής διακοπήν, στρεφόμενος προς τον απαισιόδοξον.

      – Κολιός και κολιός! παρετήρησεν εκείνος σεσηρός μειδιών. Ίσα το χαρτί του Κυρ Γεώργη και το χαρτί του Τσιγκρού, κυρ φιλόσοφε;

      – Μάλιστα, ίσα και καλλίτερα, αν θέλης να ξέρης! παρετήρησεν ο δεκανέας. Τούτο, ματάκια μου, – και βαρύν κατήνεγκε τον γρόνθον αυτού· επ' εμού, ήτις εκείμην από τινος επί του τραπεζίου πλέουσα εις ρύακα ρητινίτου, – τούτο, ματάκια μου, έχει τόκο, έχει μέρισμα, καθώς λένε τώρα 'ς το μεγάλο κόσμο. Και ξέρεις τι θα πη μέρισμα από το Λαύριο; θα ειπή εκατό τοις εκατό, το λίγο!

      – Αβάντσο! Αβάντσο! υπέλαβον συνάμα τρεις τέσσαρες των περικαθημένων.

      – Εγώ δεν τα φουσκόνω, παρετήρησε μετριοφρόνως ο Δημήτρης. Μου φτάνει και τόσο.

      – Ο κυρ δεκανέας ευχαριστηέται με λίγα, διέκοψεν από της τραπέζης του ο οινοπώλης, όστις περίεργος είχε παρακολουθήσει εξ αρχής την συζήτησιν.

      – Όρσε και ο κυρ Μπούτρος με το λογάκι του! είπεν αναβλέψας προς αυτόν ο ρικνός αντιπολιτευόμενος.

      – Ο κυρ Μπούτρος όμως ήτανε 'ς το Λαύριο, σιόρ Σταματάκη, απεκρίθη σοβαρός και βρενθυόμενος ο οινοπώλης, και είδε τ' ασήμι να τρέχη νερό από της κάνουλαις, και να το κενόνουν με τη χουλιάρα, σαν πως κενόνουν τα φασούλια από το τσουκάλι. Κόπιασε και του λόγου σου να τα ιδής, και τότες ματαμιλούμε, αν αγαπάς.

      – Το κακό είνε μονάχα, επέμεινεν ο πείσμων απαισιόδοξος, πως το ασήμι εκείνο που τρέχει σαν νερό, καθώς λες, δεν θα το κενώσουν πρώτα 'ς τη δική σου τη τσέπη, και θα περάση από πολλά κανάλια, ως που να καταντήσει 'ς εκείνους που αγόρασαν απ' αυτά τα παληόχαρτα.

      Και με έδειξε περιφρονητικώς διά του ρυπαρού του δακτύλου.

      Όσαι των αναγνωστριών μου εκάθισαν ποτέ εις την καλουμένην μπερλίναν, και ήκουσαν τον ορμαθόν των από του κρυπτού και οιονεί εξ ενέδρας αποτεινομένων εις αυτάς φιλοφρονήσεων, εκείναι μόναι δύνανται να εκτιμήσωσι την ελεεινότητα όλην της θέσεώς μου. Εγώ, η εν μεγάλη κεφαλή κυοφορηθείσα, η εν πατάγω γεννηθείσα και θορύβω, η εν πομπή και παρατάξει εκδοθείσα, η πολέμους γεννήσασα και μάχας, η ακούσασα παλμούς κακίας ουδέποτε άλλοτε δονηθείσης, η αισθανθείσα φιλήματα φλογερά επί των παρθενικών μου παρειών, εγώ κατεκείμην την στιγμήν εκείνην επί ακαθάρτου τραπέζης οινοπωλείου, κολυμβώσα εις ρητινίτην, πνιγομένη υπό κακόσμων αναθυμιάσεων και ακούουσα χονδροειδείς αστειότητας εις βάρος μου, και μομφάς και κατηγορίας και προπηλακισμούς.

      Ευτυχώς το βλέμμα του κυρίου μου παρηκολούθησε το δάκτυλόν του δεικνύοντός με, και η οικτρά μου κατάστασις συνεκίνησεν αυτόν.

      Μωρέ παιδιά, η μετοχή μου γίνεται τουρσί! ανέκραξε, και αναλαβών με φιλοστόργως, με εσπόγγισε διά της χειρίδος αυτού και με απέθηκε συμπτύξας επιμελώς εις τον κόλπον του.

      VI

      Ταφείσα και πάλιν εις τον ζοφερόν εκείνον τάφον, ουδέν πλέον ήκουσα, ειμή συγκεχυμένον τινά βόμβον, ισχυρότερον ολονέν αποβαίνοντα, και απολήξαντα τέλος εις πανδαιμόνιόν τινα πάταγον, ενώ αμυδρώς διέκρινα τον δούπον СКАЧАТЬ