Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος. Angelos Vlachos
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος - Angelos Vlachos страница 15

СКАЧАТЬ προς μικράν μου καν παρηγορίαν, απήντησα και άλλας εκ των αδελφών μου τεθαμμένας εκεί προ εμού. Ολίγος δε παρήλθε χρόνος, και η ρυπαρά εκείνη χειρ εισήλθε και πάλιν εις το θυλάκιον, και νέαι αδελφαί μου απετέθησαν πλησίον μου. Το αυτό επανελήφθη πολλάκις της ημέρας, και ηπόρουν τη αληθεία, πού ο ρυπαρός εκείνος ρακενδύτης εύρισκε τόσα χρήματα, ώστε να πληρόνη υπερτιμημένας όλας μου εκείνας τας αδελφάς.

      Δεν διήρκεσεν όμως μακρόν η απορία μου, διότι μετά τινας ώρας, περί το εσπέρας, ο κάτοχος ημών εγκατέλιπε την αγοράν, και μεθ' ικανώς μακράν πορείαν, διά πολλών και σκοτεινών οδών, εισήλθεν εις μεγάλην οικίαν, και εζήτησε τον οικοδεσπότην.

      – Τρώγει, τω είπεν η υπηρέτρια.

      – Πολύ καλά, παρετήρησεν εκείνος μετά θρασύτητος, ην δεν ηδυνάμην ότε να εξηγήσω. Ειπέ του πως είνε ο Κυρ Γιάννης· θα τον περιμείνω εις το γραφείον του.

      Και εισήλθε πραγματικώς εις την παρακειμένην αίθουσαν, όπου, στρωθείς επί μαλακού ανακλίντρου, άναψε σιγάρον και ήρχισε να μετρή το περιεχόμενον του θυλακίου του.

      Μετ' ολίγον εισήλθεν ο οικοδεσπότης, εύσαρκος κύριος, ομοιάζων προς οικόσιτον ινδικήν όρνιθα, στρογγύλην έχων και λάμπουσαν εκ του πάχους την μορφήν, στρέφων δε τον αδρόν αυτού μύστακα διά της μιας αυτού χειρός, και βυθίζων την άλλην εις το θυλάκιον της αναξυρίδος του. Το εξωτερικόν αυτού εμαρτύρει αυτάρκειαν άνευ ορίων, το βήμα του ήτο σταθερόν και μεγαλοπρεπές, ωσεί βήμα νικητού θρίαμβον άγοντος, το δε ήθος αυτού ανέφαινε διάνοιαν παχυνθείσαν εν αργία.

      – Καλησπέρα κυρ Γιάννη, είπε χαιρετίζων τον ξένον αυτόν, όστις ακίνητος και καθήμενος πάντοτε, εξηκολούθει μετρών και γράφων αριθμούς.

      – Καλησπέρα σας, αυθέντα, απήντησεν εκείνος. Σας έκαμα σήμερον καμμιά εκατοστή κομμάτια με τα σαράντα, και αύριον πάλιν βλέπομεν.

      Είπε και μας απέθηκε πάσας επί του τραπεζίου.

      – Τόσας μόνον; ηρώτησεν αυταρέσκως μειδιών ο οικοδεσπότης.

      – Και αυτάς με πολλή δυσκολία· τα μυαλά του κόσμου, βλέπετε, άρχισαν ν' ανάφτουν, και το πράγμα πηγαίνει ολονένα τον ανήφορο. Αγορασταί πολλοί και πωληταί ολίγοι.

      – Ήσαν λοιπόν βασταγμέναι καλά σήμερον;

      – Βασταγμέναι και βασταγμέναι. Δεν ηξεύρω μα την αλήθειαν, αυθέντα, πού θα πάη αυτή η ιστορία.

      – Τι θέλεις να το ηξεύρης; ηρώτησεν απαθώς ο οικοδεσπότης, και τα χονδρά του χείλη εμόρφασαν παραδόξως.

      – Λέμε δα, αυθέντη, να ξεύρωμε και 'μείς κάπως πού πατούμε . . . .

      – Αφού δεν πατείς διά λογαριασμό σου, τι σε μέλει; Αύριο κύτταξε να μου κάμης όσας ημπορέσης . . .

      – Με τα σαράντα; αδύνατον.

      – Μη βιάζεσαι. Πήγαινε και εις τα σαρανταπέντε, . . . και εις τα πενήντα εν ανάγκη. Αλλά με τρόπον· εννοείς, ελπίζω.

      – Όσο δα γι' αυτό, δεν είμαστε πρωτάραις.

      – Ιδού χρήματα.

      Και ανοίξας ο οικοδεσπότης σιδηρούν κιβώτιον, εξήγαγεν αυτού δέσμας τινάς χαρτονομισμάτων, ων ηρίθμησε και παρέδωκε το περιεχόμενον εις τον μεσίτην αυτού, αποχωρήσαντα μετά τινας СКАЧАТЬ