Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος. Angelos Vlachos
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος - Angelos Vlachos страница 9

СКАЧАТЬ την πλήξιν του αναθεωρών και τακτοποιών την μικράν αυτού οπλοθήκην.

      Ιδών τον Ερμήν προσερχόμενον εχάρη μεγάλως ο νεαρός θεός, ούτ' εδυσκολεύθη να ανοίξη εις αυτόν την καρδίαν του, και να του διηγηθή τα μυστικά του, ελπίζων να συγκινήση αυτόν και να τύχη της ελευθερίας. Ο δε πονηρός υιός της Σεμέλης, βλέπων τον μείρακα ταξινομούντα τα βέλη του, και γνωρίζων εκ φήμης την δύναμιν αυτών, εφάνη μεν συγκινηθείς εκ των παθημάτων του μικρού του συναδέλφου, αλλά της προσποιητής του συμπαθείας κρύφιος λόγος ήτο να ανταλλάξη αυτήν προς έν των βελών εκείνων, ίνα το μεταχειρισθή εγκαίρως κατά της φιλαρέσκου και ερωτοτρόπου μητρός του. Και όχι μόνον συνήνεσε, λαβών αυτό, να ανοίξη εις τον Έρωτα τας θύρας της φυλακής του, αλλ' υπεσχέθη μάλιστα εις αυτόν και να τον συνδράμη εις ανεύρεσιν της απολεσθείσης ερωμένης του. Ήτο δε πολύτιμος αληθώς η συνδρομή του επί γης ως επί το πολύ διατρίβοντος και περί τα γήινα τυρβάζοντος αλήτου θεού, του επισήμου προστάτου πάσης κλοπής και οιασδήποτε λαθρεμπορίας, του ανεγνωρισμένου ερωτικού ταχυδρόμου του θείου αυτού πατρός.

      Ούτω δε φαιδροί αμφότεροι και κατευχαριστημένοι εγκατέλειψαν μετά μικρόν της Αφροδίτης τα δώματα και κατέβησαν εναέριοι εις την γην.

      Ζ'

      Πού και πώς ανεκάλυψεν η δυάς των θεών την περιπλανωμένην Ψυχήν, περιττόν είνε βεβαίως να διηγηθώ· περιττόν δ' επίσης να εξηγήσω, πώς εις την τολμηράν των φαντασίαν ανεφύη αίφνης και ωρίμασε το θρασύ σχέδιον, όπερ και αμέσως εξετέλεσαν. Αρκεί μόνον να μάθη ο αναγνώστης, ότι, ενώ εις την μεγάλην αίθουσαν του Διός εχόρευον οι Ολύμπιοι φαιδροί και ανειμένοι, μακράν παντός βεβήλου όμματος θνητών, εισέρχεται αίφνης διά της μεγάλης πύλης ο Έρως, κρατών εις τον βραχίονά του την ερωμένην του, αστράπτουσαν εκ κάλλους υπό την νυμφικήν της στολήν.

      Ευκόλως εννοείται η γενική κατάπληξις των θεών και ο θόρυβος όστις διετάραξε την διασκέδασίν των. Ο Ζευς συνέσπασε τας οφρύς και έσεισε την κυανήν του χαίτην, η Ήρα έρριψε καχύποπτον βλέμμα επί της Ψυχής και έδραξε μίαν άκραν της χλαμύδος του Διός, η Αθηνά επορφυρώθη εξ αιδούς, ο Άρης έστρηψε τον μύστακά του, ο Απόλλων έφερεν εις τον δεξιόν οφθαλμόν την κρεμαμένην διόπτραν του, η δε Αφροδίτη, βαλούσα κραυγήν αγανακτήσεως, ελιποθύμησεν, αφού εβεβαιώθη πρότερον ότι έμελλε να πέση εις τας αγκάλας του όπισθεν αυτής ισταμένου Απόλλωνος.

      Ο Έρως όμως, απαθής και ατρόμητος, ωθούμενος δε κάπως και υπό του παρακολουθούντος Ερμού, και ουδόλως υπό της επελθούσης συγχύσεως θορυβηθείς, εβάδισε με ευσταθές το βήμα προς τον Δία, και γονυπετήσας προ αυτού μετά της Ψυχής, – ως γονυπετούσι σήμερον επί θεάτρου προ των ωργισμένων πατέρων οι θέλοντες να εξιλεώσωσιν αυτούς ερασταί, – ελάλησε τα εξής, άτινα, είχεν ήδη καθ' οδόν προετοιμάσει.

      Ζευ πάτερ! είπε· συγχώρησόν με, ότι έλαβον το θάρρος να ταράξω την εορτήν σου απρόσκλητος και απροσδόκητος, και να παραβώ την ολύμπιον εθιμοτυπίαν, εισάγων θνητήν εις δώματα αθανάτων. Αλλά καταδιωκόμενος και ραδιουργούμενος άνευ αιτίας, СКАЧАТЬ