Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος. Angelos Vlachos
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος - Angelos Vlachos страница 6

СКАЧАТЬ των αισθήσεων, η αφή, την είχε ικανώς διδάξει τούτο· αλλ' είχεν όμως την περιέργειαν να ίδη, πώς ο άνθρωπος αυτός ήθελεν εισέλθει εις μέγαρον, το οποίον ούτε εισόδους είχεν ούτε εξόδους.

      Βαθμηδόν όμως τα σκότη επυκνώθησαν, οι κλώνες των δένδρων συνεχύθησαν εις μελανόν και άμορφον όγκον, το δε βλέμμα της Ψυχής ουδέν κατώρθονε πλέον να διακρίνη, όσον και αν προσεπάθει να διαπεράση τον καταπετασθέντα ενώπιόν της πέπλον της νυκτός. Έν μόνον είδεν αίφνης προ αυτής και εξεπλάγη· είδε τας κορυφάς των υψηλών αιγείρων του κήπου περιβαλλομένας υπό τρομώδους φωτός και την σκιάν της κεφαλής της παρατεινομένην επί του φωτισθέντος φυλλώματος. Πόθεν η αιφνιδία εκείνη ακτίς; έστρεψε την κεφαλήν και είδε τον κοιτώνα της κατάφωτον. Τέσσαρες λυχνούχοι αργυροί, αοράτως και αθορύβως εκεί μετακομισθέντες, έφερον λυχνίας χρυσάς, πληρούσας τον θάλαμον ιλαρού και απλέτου φωτός. Τις και πώς έφερε τους λυχνούχους εκείνους εις τον κοιτώνα της, ούτε είδεν η Ψυχή ούτε ήκουσεν· η δε ασθενής αυτής κεφαλή, καταπεπονημένη εκ των αλλεπαλλήλων εκπλήξεων ολοκλήρου ημερονυκτίου, ουδέ καν να μαντεύση προσεπάθησε. Συνειθίσασα πλέον εις τα παράδοξα και ακατάληπτα, εδέχθη απαθής και το νέον τούτο αίνιγμα. Τέλος εβάρυναν τα βλέφαρά της, και μετ' ολίγον η Ψυχή εκοιμάτο εις την κλίνην της.

      Μετά τινας όμως στιγμάς αι λυχνίαι εσβέσθησαν υπό μυστηριώδη πνοήν, θρους ελαφρός, οιονεί πτερυγίσματος, ετάραξε την ηρεμίαν της νυκτός, σκιά τις εφάνη ορθουμένη προ του παραθύρου, και η Ψυχή εξύπνησε. Δεν επρόφθασε να βάλη κραυγήν, και έν φίλημα της έκλεισε το στόμα.

      Δ'

      Προς τι να διηγηθώ τα της δευτέρας ταύτης νυκτός και των επομένων άλλων; Πολλαί ήλθον και παρήλθον ούτω, όμοιαι και απαράλλακτοι προς την πρώτην, και πάσαν νέαν αυγήν η Ψυχή αφυπνούσα έβλεπεν ότι ήτο μόνη. Προσεπάθει πάντοτε, ολιγώτερον μεν ανήσυχος αλλά πλειότερον περίεργος, να μαντεύση τις και ποίος ήτο ο νυκτερινός της φίλος, αλλ' αι προσπάθειαί της απέμενον άγονοι· μόνη δε καθ' εσπέραν κατακλινομένη, μόνη και πάλιν αφύπνου, μη κατορθούσα καν να εννοήση, πότε την απεχωρίζετο ο νυκτικός της σύντροφος.

      Και δεν τον ηρώτα; ίσως ερωτήση τις των αναγνωστών μου. Και τούτο το έκαμε, αλλά και αυτό απέβη μάταιον. Ο μυστηριώδης της εραστής όχι μόνον δεν εξωμολογήθη τις ήτο εις την νεαράν του φίλην, αλλά και αυστηρώς της απηγόρευσε πάσαν ομοίαν ερώτησιν του λοιπού· προσέθεσε δε μετά σοβαρότητος δυσαναλόγου προς την παιδικήν κλαγγήν της φωνής του, ότι ήθελε διαλυθή ως ιστός αράχνης η ευτυχία των, ευθύς ως έπνεεν επ' αυτής η ελαχίστη γνώσεως πνοή, διότι η ευδαιμονία εκείνη ήτο ευδαιμονία θάλλουσα μόνον εις το σκότος και μαραινομένη εις το φως. Μάτην επέμεινεν η νεάνις, και μάτην ικέτευσε και εθώπευσε, . . και έκλαυσεν επί τέλους, ως αι γυναίκες ηξεύρουσι να κλαίωσι.

      – Μη ζήτει, Ψυχή μου, απήντησεν εκείνος, να μάθης ποίος είμαι. Έσο ευδαίμων εις τας αγκάλας μου, όπως είμαι εις τας ιδικάς σου, και μη θέλης άλλο περισσότερον. Κατά τι θ' αυξήση την ευτυχίαν μας να μάθης το όνομά μου; СКАЧАТЬ