Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Πρώτος τόμος. Eftaliotis Argyris
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Πρώτος τόμος - Eftaliotis Argyris страница 8

СКАЧАТЬ την τύχη της χώρας που είτανε γραφτό της κι άλλοι Ρωμαίοι να τη χαζέψουν ή να την παιδέψουν, όχι όμως πια καθώς ο Νέρωνας.

      4 Άλλοι ψεύτικοι κι αληθινοί καλοθελητάδες

      Φωνάζοντας ο Βεσπασιανός (69 μ. Χ.) πως «δεν παίρνουν πια οι Έλληνες από λευτεριά» και σύγκαιρα σφίγγοντας κάτι πιώτερο τα σίδερα της Ρωμαϊκής Κυριαρχίας, μας παρασταίνεται στη φαντασία σα λιμάρης που βλέποντας και λείπουν κάμποσες ρώγες από τσαμπί, το βρίσκει αφορμή να φάη και τις άλλες. Δεν έλειπε όμως και κάποια χρωματιά φιλελληνική από την τυραννία του. Τους ανθύπατους, λόγου χάρη, δεν τους έστελνε στην Ελλάδα δίχως να ξέρουν Ελληνικά, καθώς έκαμναν οι προκάτοχοι του, μόνο φρόντιζε να γνωρίζουν τη γλώσσα του λαού που θα κυβερνήσουνε. Θάλεγες πως σκοπός του είτανε να γεννιέται κάποια συμπάθεια αναμεταξύ Ρωμαίους κ' Έλληνες. Ο καθαυτό όμως ο λόγος είτανε να μη γελιέται ο ανθύπατος από τους ακόλουθούς του, που συνηθίζανε να του ξηγούν κάθε υπόθεση κατά τα ποσά που σύναζαν από το λαό.

      Όνειρο φιλελληνικό ακόμα πιο ψεύτικο και πιο μάταιο είταν οι αυτονομίες που με τα λόγια τις έσπερνε κι ο Βεσπασιανός σ' όλη την Ελλάδα, από την Κέρκυρα ως τη Ρόδο. Θέλεις δε θέλεις θυμάσαι το Σούτζικο «είναι λεύτερος ο τύπος φτάνει μόνο να μη γράφης». Έτσι και στη Ρόδο τότες· κηρυγμένη αυτόνομη, σώνει μόνο να στένη κι απόναν αδριάντα σε κάθε Ρωμαίο που διάβαινε από τα μέρη της.

      Ο πρώτος Αυτοκράτορας που φαίνεται σα νάννοιωσε κάπως βαθιά στη συνείδησή του το τι είτανε μια φορά η Ελλάδα και πόση ιερή έπρεπε να την έχη ένας Ρωμαίος τη χώρα που γέννησε την αλήθεια, την ομορφιά, και τη λευτεριά, ο πρώτος που τη σεβάστηκε, τη συμπόνεσε, και πάσκισε να τη νεκραναστήση, είταν ο καλοκάγαθος ο Τραϊανός (98 μ. Χ.). Στέλνοντας αυτός το Μάξιμο να φέρη τάξη κι ανθρωπισμό στην ξεπεσμένη την πατρίδα της δόξας, έβαλε το Νεώτερο Πλίνιο και τούγραψε φρόνιμες πατρικές οδηγίες, που όσο και να μύριζαν φιλοσοφικές λυχναριές, έκαμαν όμως κάποιο καλό στην Ελλάδα. Ο αδριάντας του Τραϊανού που στήθηκε στην Ολυμπία δεν είταν κι αυτός σαν τους αδριάντες της Ρόδος. Ή κι αν είταν απλής κολακείας μνημείο, το σφάλμα δεν έπεφτε τόσο του Τραϊανού όσο τωνέ δικώ μας, που κ' οι δυο οι Πλίνιοι δεν μπορούσανε πια να τους αλλάξουν.

      Ύστερ' από τον Τραϊανό ξεπέφτουμε πάλι στον παλιό τον τύπο του Φιλελληνισμού – στα χτίρια, στα στεφανώματα, και στα μεγαλεία. Το μη παρακείθε της Ρωμαϊκής κενοδοξίας και της Ελληνικής πετεινομυαλωσύνης το βλέπουμε στην εποχή του Αδριανού. Βάλθηκε ο Αδριανός να τη μεταχύση την Αθήνα και να την κάμη «Αδριανούπολη». Ακόμα φαίνεται η επιγραφή απάνω στην περίφημη Πύλη του, από την πλευρά που βλέπει κατά τον Ιλισσό, και που λέει πως από κείθε μπαίνεις στου Αδριανού, κι όχι στου Θησέα την Πόλη. Δευτερώνεται λοιπόν των προτερινών Αυτοκρατόρων η πολιτική. Να τους ξαναζωντανέψη τους Αθηναίους, ή να τους ξαναφέρη στη χώρα τους όσα ο Σύλλας κι ο Νέρωνας ξολοθρέψανε κι αρπάξανε, σα δύσκολο· και μήτε ταίριαζε με τη φιλοδοξία του. Ποιος θα τους λάτρευε τότες! Μεταφέρνει λοιπόν πλούτη από τη Ρώμη και τα σπέρνει αλύπητα στην Ελλάδα μέσα. Ως και σιτάρι τους СКАЧАТЬ