Название: Η Βαβυλωνία ή η κατά τόπους διαφθορά της ελληνικής γλώσσης
Автор: Demetrios Konstantinou Vyzantios
Издательство: Public Domain
Жанр: Драматургия
isbn:
isbn:
ΞΕΝ. (προς τον Λογιώτατον) καλέ σεις εν ντρεπούστενε να λέτεν πως θέτενε νύφη; και πού να σας την ευρούμεν τώρη;
ΛΟΓ. Ουχί, αλλά νηφοκοκκόζωμον είρηκα.
ΑΝΑ. Έι, ιστέ, νύφη κοκκόνα για; ένα ζουμί έχει παραπάνου.
ΛΟΓ. Ουκ έγνωκες αγράμματε.
ΑΝΑΤ. Εγώ γράμματα ντε ξέρω, αμμά, νύφη κοκκόνα καλή ντουλειά ντεν είναι – ετούτο καταλαβαίνω τι τα πη.
ΛΟΓ. Ω αναλφάβητε άνερ!!! και δη ζωμόν, έφην, του κόκκου, ον υμείς οι βάρβαροι καφφέ καλείτε.
ΑΝΑΤ. Καφφέ τέλεις;
ΛΟΓ. Έγωγε.
ΑΝΑΤ. Έγωγες να γένης – και ντε λες ετζι, μόνε λες νύφη και κοκκόνα; πολύ σασκίνι άντρωπω είσαι ατζαΐπικο 61 μπουταλά είσαι, να μη σε κακοφανή…. εγώ έτσι σασκίνι άντρωπο ντεν είδα ακόμα…. καρδιά του τέλει καφφέ, και να υρεύει κοκόνα νύφη – ακόμα να ντιούμε τι τα υρίψης, λοής κοπής ανάποντα πράγματα.
ΣΚΗΝΗ Θ'
(Ο Ανατολίτης καθ' εαυτόν παρατηρών τους άλλους).
ΑΝΑΤ. Ε!!! Χιώτη μέτυσε κοιμάται, Μωραΐτη λογαριάζει – Κυπριώτη συλλογιέται – Κηρτηκό τζιμπούκι πίνει – Λογιώτατο γράφει – άμμα Αρβανίτη ντουλειά καλά ντεν πηγαίνει – να, να, – γούρλωσε μάτια του, τρίζει δόντια του, τρίβει μουστάκι του – αλλά αλέμ καυγκά τα κοπαρδίσει 62 γιατί κουρουλντίστικε πολύ 63 φοβούμαι. Αρβανίτη καυγατζή 64 άντρωπο είναι – το κάμει α!
ΣΚΗΝΗ Ι'
Ο Αλβανός μεθυσμένος μαλόνει με τον Κρητικόν, πυροβολεί με την πιστόλαν και τον πληγόνει πολλά ελαφρά εις τον βραχίονα.
Αλβανός, Κρης και ο Ανατολίτης.
ΑΛΒ. Ορέ κρητίκα, ορέ – πρα – εσύ εσύ ορέ κρητίκα! – πω το γουρουνίζεις εσύ εμένα ορέ το πα – πα το παληκάρι;
ΚΡΗΣ. Δεν κατέχω ετζά πράμα, μηδέ κατέχω σε πούρι, θιός και η ψυχή μου.
ΑΛΒ. Πώς ορέ να το λες έτζι εσύ ορέ εσύ, πούετες ορέ εγώ στο στο στο Κρήτη ορέ; κ' έριχνες; γώ ορέ το το το τουφέκιαις σα σα σαν το βροχάδες….
ΚΡΗΣ. Είπα σου το δά μαθές δε σε κατέχω δεδίμ, διάλε τα πάσπαλα 65 που θα θέσω στον άδη.
ΑΛΒ. Πρα πώς το κάνεις έτζι ορέ που δεν το γουρουνίζεις; πω σε γουρουνίζω εγώ….
ΚΡΗΣ. Κατέχω δα σε δεδίμ, τώρα, π' ούρθες κι' άφαγες τα κουράδια 66 μας.
ΑΛΒ. (με θυμόν) τφου, αλλά μπελιάβερσιν 67 ποιος ορέ να τρως κουράδιαις;
ΑΝΑΤ. (καθ' εαυτόν) ε – καυγά τώρα σα μόσκο τα μυρίσει.
ΚΡΗΣ. Και γιάντα δα δεδίμ ψόματ' άναι δα, που δεν αφήκατε κουράδια στην Κρήτη;
ΑΛΒ. Άιδε να χάνεσαι πίθε μούτη, (τρίζων τους οδόντας) ποιος ορέ τ' όφαγες κουράδιαις;
ΚΡΗΣ. Εσύ δα μαθές, κ' οι συντρόφοι σου, δεδίμ κι' ολιάς.
ΑΛΒ. (τον πτύει) τφου, τεταχήνιε 68.
ΚΡΗΣ. (τον πτύει) τφου..
ΑΛΒ. (τον πτύει) τφου και συ μούτη – (ευγάζων την πιστόλαν), να ορέ ποιος να τρως κουράδιαις – πυροβολεί και φεύγει).
ΚΡΗΣ. Ω, ω, ω,! διαλέ τζ' αποθαμμένοι σου, και τζ' απομεινάροι σου, μ' εσκότοσες εδά.
ΑΝΑΤ. Δεν είπα εγώ; Ιστέ Αρβανίτη χουνέρι СКАЧАТЬ
61
Παράξενος
62
Εκρήξει
63
Προητοιμάσθη
64
Φίλερις
65
Κόνιν των λειψάνων
66
Πρόβατα ή κοπάδια
67
Κακόν να τον δώση ο Θεός
68
Στον διάβολον