Η μαζώχτρα κι άλλες ιστορίες. Eftaliotis Argyris
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Η μαζώχτρα κι άλλες ιστορίες - Eftaliotis Argyris страница 7

СКАЧАТЬ της. Ίσως και διαλογίζουνταν ακόμα τόνειρο της ζωής της, πώς να το πετύχη καλλίτερα. Ως τόσο το χέρι της τάφινε πάντα στου λεβέντη το χέρι. Μισακκούμπησε τέλος στον ώμο του και το συλλογισμένο κεφάλι της. Αυτό σα να τον ξύπνησε τον Πανάγο. Σα να συνέφερε μια στιγμή. Μα ό,τι έκαμε να συμμαζευτή, να κι αρχίζει ο σκύλος, που χοροπηδούσε ως την ώρα τριγύρω τους, και γλείφει τάλλο της το χεράκι, που κράταγε το τσαμπί· λες κ' ήρθαν όλα και τη βοηθήσανε την Ασήμω. Δεν έσωνε πια του Πανάγου η γνώση να τα χαλάση τα μάγια της. Θέλοντας μη θέλοντας άπλωσε κ' έβαλε τα δυο του χέρια γύρω στο μαλακό της λαιμό. Τον ξαναείδε τότες και κείνη κατάματα με μάτια που κολυμπούσανε στην αγάπη.

      – Θα με πάρης; τονε ρωτάει σιγά σιγά.

      – Ακούς εκεί; και πώς όχι, πουλί μου; Μηγαρής δεν τους ξέρουμε τους γονιούς σου; Ένα μετά μας είταν και κείνοι.

      – Άλλο τώρα δε θέλω, αυτό μου σώνει. Πάρ' το εσύ το τσαμπί. Τι δε σου αξίζει εσένα!

      Και του τόβαζε στο στόμα του ρώγα ρώγα, και τον γλυκοκοίταζε καθώς μάννα γλυκοκοιτάζει το μονάκριβό της βυζάνοντάς το.

      Πέρασε κάμποση ώρα. Σήμαινε ο Σπερνός κι ο Πανάγος με την Ασήμω ξανανεβαίνανε στο χτήμα, αρραβωνιασμένοι ανάμεσά τους.

3

      Είταν πια βράδυ βράδυ σα γύριζε η Ασήμω στο φτωχικό της, όξω κι όξω του χωριού δίπλα σε θολή ρεματιά, – καταδεχάμενος τόπος για γουρουνάκια, για χήνες και για ορνίθια. Την ηύρε τη θεια της και συμμάζωνε τη φτερουγιαστή φαμελιά της, να καταλαγιάσουνε πρι να σκοτεινιάση. Στέκουνταν καταμεσής χωραφιού και τα φώναζε, το κάθε είδος στη γλώσσα του, – τα έρμα της, καθώς τάλεγε.

      – Έλα, έλα και θα σου πω, της κράζει η Ασήμω. Άφινέ τα τά κοτόπουλα κ' έρχουνται μοναχά τους. Έλα, και θα το δης το πουλί που σου φέρνω.

      Ζυγώνει σιγοπερπατώντας η σκυφτή γριούλα, και της λέει.

      – Τι 'ναι μαθές αυτά που γυρεύεις πάλε να μου πουλήσης στα γεράματά μου; Πώς γίνεται και δε μούφερες μαθές ξύλα απόψε; Τα γόνατά μου κοπήκανε μάζευε μάζευε κούτσουρα.

      – Να παράδες, που τη γρίνα δεν μπορείς να τη ξεχάσης και μια βραδιά. Τρέχα και πες κανενός να σου φέρη. Τι με λογιάζεις έτσι; δεν τάκλεψα· το μεροδούλι μου είνε.

      – Το μεροδούλι σου; κι αμέ ύστερα; ανακράζει η γριά τρεμάμενη και σαν πλαντασμένη.

      – Ύστερα; Έχει ο Θεός και για ύστερα. Ως από βδομάδα μπορεί να είμαι και νύφη. Και τότες πια λέω του γαμπρού και σου φτιάνει και σένα φουστάνι, που πας να μείνης.

      – Έλα στο νου σου, κορίτσι μου! Σαββάτο βράδυ κιόλας. Και σταυροκοπιέται.

      – Δε σ' απογελώ, κ' έννοια σου. Λωλή δεν είμαι. Το είπα, το ξανάειπα, πως θα γίνη, κ' έγινε. Και μ' αρχοντόπουλο, όχι παίξε γέλασε. Τον Πανάγο, θεια, τον Πανάγο!

      Και χτυπούσε τον ένα γρόθο απάνω στον άλλο, τάχα να δείξη πως πέρασε το θέλημά της.

      Φαινότανε σα Μαινάδα, σαν τρελλή Αφροδίτη, με τέτοια ομορφιά και με τέτοια φερσίματα, σαν έβγαλε τα στιβάνια της, και στεκάμενη γυμνόποδη και γυμναστράγαλη, ξεμάλλιαγη και δρώμενη ακόμ' από τη ζεστασιά, λαλούσε της θειας της αυτά τα λόγια СКАЧАТЬ