Η μαζώχτρα κι άλλες ιστορίες. Eftaliotis Argyris
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Η μαζώχτρα κι άλλες ιστορίες - Eftaliotis Argyris страница 4

СКАЧАТЬ αρχινάει η κουβέντα. Με μάγεψε μα την αλήθεια αυτός ο άνθρωπος, που καθώς είπα, είνε της Κρητικής της ομορφιάς και της λεβεντιάς εικόνα πιστή. Ο μαυριδερός μου ο Γιάνης, ο λιγόλογος, ο αρχοντικός. Κάτι μούλεγε το πονετικό εκείνο το πρόσωπο, τα κατάμαυρα μάτια του, που γλυκαστράφτανε στου λυχναριού τις αχτίδες, το ήμερο και στοχαστικό του χαμόγελο, κάτι που μ' αποτραβούσε, και στη ψυχή του μέσα γύρευε να με κατεβάση, να γνωρίσω τα φυλλοκάρδια του, και να μάθω τον κρύφιο του πόνο.

      Τέλος, καθίσαμε στο φαγεί. Μονάχα οι άντρες όμως. Οι γυναίκες, μάννα και νύφη, κάθισαν αντίκρυ σε σεντούκι απάνω, και μας μιλούσαν αυτές από μακριά. Είπα φαγεί, μα έπρεπε να το πω φαγοπότι, ή ποτοφάγι. Επειδή από την πρώτη δαγκαματιά άρχισε και το κέρασμα. Λαμπρό, μπρούσικο Κισαμιώτικο. Μαζί του κατέβαινε η σαλάτα που κολυμπούσε στο λάδι, μαζί του ταυγά τα τηγανιτά, μαζί του το κομματιαστό το γουρουνάκι, το τυρί, τα κάστανα, τα καρύδια – τίποτις μονάχο του δεν κατέβαινε. Και κάθε φορά "Εισυγεία!„ Την μπουκάλα ο κυρ Γιάννης στο πλάγι, και δος του Κισαμιώτικο. Κατά το τέλος περουνιάζει κι απόνα κοψίδι κρέας και τα προσφέρνει τω γυναικώνε με ποτήρι κρασί. Τιμητικό συνήθιο κι αυτό. Προσηκώθηκαν οι γυναίκες κ' ήπιαν, αφού μας προσχαιρέτησαν όλους με την αράδα.

      – Τώρα να σε κεράσω κ' εγώ, που τα δηγάσαι με τόση όρεξη, λέγω του φίλου.

      – Ναι, να με κεράσης. Να την ανιστορήσω τη μαγική εκείνη ζωή. Που λες. Σαν αποφάγαμε, και το γλεντίσαμε με τα κάστανα τα ο φ τ ά, καθώς τα λεν, και με το Κισαμιώτικο, μας καλονύχτισαν, και πλαγιάσαμε. Εγώ στο κρεββάτι, οι άλλοι στον πάγκο, ή και κατάχαμα. Τη νύχτα, βρίσκοντας εγώ το κρεββάτι σαν άβολο, σηκώθηκα και πλάγιασα στην άλλη την άκρη του πάγκου. Ξυπνάει κατόπι ο Πέτρος, και τηρώντας αδειανό το κρεββάτι (έφεγγε η καντήλα), ανατινάζεται στο ποδάρι και μου φωνάζει "τι γενήκατε!„ Φοβήθηκε ο δύστυχος μην έπαθα τίποτις, μα γλήγορα τον καθησύχασα με το τράντασμα του γέλοιου μου, και πρέπει να τους ξύπνησα και τους αλλουνούς αποκάτω.

      Ταποταχύ, σάνε σηκωθήκαμε και προγεματίσαμε, και ξανάπιαμε πάλε κρασί, και μας πρόσφερε η γριά ζεμπίλι γεμάτο κάστανα για το δρόμο, ξεκινήσαμε κατά την Κάντανο, πήραμε σα να πούμε πάλε την πίσω γύρα, παραστρατώντας κάποτε να κοιτάξουμε κανένα χωριό. Και σάλλες τρεις τέσσερεις μέρες μέσα, είμαστε στα Χανιά.

      – Κ' η ιστορία;

      – Τώρα κ' η ιστορία. Σα βγήκαμε το λοιπόν και ξεκινήσαμε, κάνω εγώ του Πέτρου – Τι όμορφο παλληκάρι, και τι συμπαθητικό, αυτός ο Γιάνης!

      – Και να τήραγες τον αδερφό του τον Πανάγο, απολογιέται ο Πέτρος.

      Και νάκουγες και την ιστορία τους.

      Ίσα ίσα ώρα για ιστορίες. Τους κουρντίζω λοιπόν και τους δύο τους κι' αρχίζουνε. Όσα αποξεχνούσε ο ένας ταπόσων' ο άλλος, κ' έτσι κάμαμε κάμποσο δρόμο. Και για να νοιώσης και συ κάτι από ζωή Κρητική – ας είνε και τόσο δα – σου τα ξαναλέγω τώρα με λίγα λόγια.

      Η Μ Α Ζ Ω Χ Τ Ρ Α

1

      ΤΑ έλουζε ο ήλιος από τον καταμεσήμερο θρόνο του τα λιόδεντρα της Παραμυθιάς, του πρόσχαρου εκείνου χωριού, που σκαλωμένο σε μιαν από τις СКАЧАТЬ