Η μαζώχτρα κι άλλες ιστορίες. Eftaliotis Argyris
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Η μαζώχτρα κι άλλες ιστορίες - Eftaliotis Argyris страница 3

СКАЧАТЬ αδερφός του, ο πιο κοσμογυρισμένος από τους δυο. Μ' αποδεχτήκανε λοιπόν και με περιποιήθηκαν και τα δυο ταδέρφια με τη φιλοξενία που την ξέρεις κι από τα δικά σας τα μέρη. Άλλο πράμα αυτή η καλωσύνη. Του πουλιού το γάλα να σου πω πως μου βρήκανε, θα σε γελάσω. Γάλα όμως πρόβειο και μυζήθρες και καρύδια και κάστανα και γουρουνάκια κι αυγά, σου τα δίνουν οι Κρητικοί με την παλληκαρήσια καρδιά τους, και το χαίρουνται ολόψυχα σαν τα καλοδέχεσαι. Να μη σου τα πολυλογώ, τα ταιριάξαμε με τα δυο ταδέρφια, και τους πήρα μαζί μου στο ταξίδι.

      Πρώτος μας σταθμός ύστερ' απ' την Αγιά Ειρήνη, παίρνοντας το φρύδι του κατοπινού του βουνού, είταν η Κάντανο, γνωστή σου κι αυτή από πρόπερσι· αγκαλά παλαιικό μέρος κι' αυτό. Πολιτεία άλλοτες, περιφέρεια τώρα, με πέντ' έξη χωριά. Ωριόφαντος τόπος. Θεόρατη λακκωματιά, ως έξη μίλια μάκρος, καστανιές γεμάτη στα βάθια της, κι αψηλόκορμες ελιές στα βουνόπλαγα, πηχτές και φουντωμένες κι από τις δυο τις μεριές.

      – Κι αποκάτου οι Σφακιανές οι μαζώχτρες που έρχουνται, λέει, από τον Άη Γιάννη να βγάλουν το μεροκάματο. Και δεν τις ρώτηξες α βγάζη κι ο τόπος τους ράδι;

      – Εγώ δεν τις είδα. Μα και να τις έβλεπα, θα τους έβγαζα μα την αλήθεια το σκούφο μου, κι όχι από κοινή ευγένεια, παρ' από σέβας, που γεννούν τέτοιους δράκους. Ας είνε. Από την Κάντανο τραβήξαμε σύνταχα το πρωί δυτικά, κατά τα Κισαμιώτικα τα χωριά. Ποια χωριά είδαμε, μη ρωτάς. Κι όχι πως πειράζει σ' αυτή την περιγραφή, μα έρχεται, βλέπεις, κατόπι η ιστορία, κ' επειδή μου περνάει υποψία πως μπορεί να τα γράψης, και γράφοντάς τα να παραχώσης και μερικά που εγώ δεν τα είπα, κάλλιο να μείνουν τα κατατόπια δίχως ονόματα.

      Μείναμε σύφωνοι και σε τούτο, και πήγε ο φίλος ομπρός.

      – Το χωριό λοιπόν που πήγαμε και κατασταλάξαμε βράδυ βράδυ, θα σου το βαφτίσω Παραμυθιά. Κι αυτό ανάμεσα σε βουνά, εδώ κ' εκεί στημένα σαν πύργοι, που λες και τα διαφεντεύουν τα χωριουδάκια που τάχουν αγκαλιασμένα μες' στα πλευρά τους. Ελιές και δω στις βουνοπλαγιές, καστανιές και δω κάτω στα βαθιά τα λακκώματα. Κατασκέπαστα τα κορφοβούνια ή με χλωρασιές ή μ' αρείκι, καταστόλιστες οι ραχούλες με θυμάρια και με κουμαριές και με βάτους, ως κάτω στα ριζοβούνια, όπου δεν τυχαίνει νάχουνε λιόδεντρα φυτεμένα.

      – Μα αυτά είπαμε να μην τα λέμε. Έπειτα ταπομαντεύω κι από τα δικά μας.

      – Ένα δυο άλλα όμως δε θα τα μαντέψης α δε σου τα πω. Πρώτο, τα σπιτάκια τους – χάρβαλα τα πιώτερα τώρα – δεν είνε σαν τα δικά σας, τα "σπιτάλια„. Είνε τόσα δα καλυβάκια. Ένα χαμώγι, και μια κάμαρα αποπάνω του, που γίνεται κατά την ανάγκη σαλόνι, νυφιάτικη κάμαρα ή και ξενώνας, όταν έχη μουσαφιρέους. Μερικά σεντούκια κοντά στους τοίχους αραδιασμένα, κανέναν πάγκο παράπλευρα με τον τοίχο κι αυτόνα, δύο τρία σκαμνιά ή καρέγλες, από κείνες με το μονό τακκουμπήδι, τραπέζι, και το κρεββάτι στην κώχη. Σκάλα λιθόχτιστη απέξω, σκαλί κι από μέσα που σανεβάζει στην ίδια την κάμαρα. Κάτω πάλε στο χαμώγι η καθημερινή η ζωή.

      – Μακάρι, μα το ναι, να τα είχαμε κ' εμείς οι άλλοι νησιώτες τέτοια σπίτια, και κανένα παλιοτούφεκο κρεμασμένο στον τοίχο. Εμείς όχι τουφέκι, μα μήτε Κολοκοτρώνικη σουγιά СКАЧАТЬ