Η μαζώχτρα κι άλλες ιστορίες. Eftaliotis Argyris
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Η μαζώχτρα κι άλλες ιστορίες - Eftaliotis Argyris страница 12

СКАЧАТЬ μου τι τρέχει, και με πέθανες.

      – Μωρέ και να μη το μυριστής τόσον καιρό πως είν' άπιστη η σκύλα;

      – Ποιά, βρε χριστιανέ; Η γυναίκα μου;

      – Αμέ και ποια άλλη, κακόμοιρε, που έπρεπε μα το Θεό, καλογερόπαππας να γίνης μ' αυτά τα μυαλά, κι όχι άντρας, κι άντρας τέτοιας γυναίκας.

      Έτρεμε πατόκορφα ο Δημήτρης.

      – Έλα στο νου σου, βρε αδερφούλη μου, τι 'νε που κάθεσαι και μου κραίνεις τώρα; Και με ποιόνα θαπιστήση κι από πού ως πού;

      – Από πού ως πού; αναπετιέται και φωνάζει ο Δημήτρης. Να, από ταλλοίθωρά σου μάτια ως του Πανάγου την μπερμπαντιά.

      – Ο Πανάγος!

      Και χαμογελώντας ο Μιχάλης, σα να σηκώθηκε μεγάλο βάρος από τα στήθια του, ξαναλέει μ' ανάλαφρο ανασασμό.

      – Δεν είνε πράματ' αυτά, μωρέ Δημήτρη, να κάθεσαι και να τα ξαναλές σαν αυτές εκεί τις μαζώχτρες, μόνε να πάμε και να μάθουμε ποιος το πρωτόβγαλε και να τονε γδάρουμε ολοζώντανο.

      – Να σου πω, Μιχάλη. Είσαι παιδί, και πάντα θα είσαι. Εδώ παίξε γέλασε δεν είνε. Δεν είσαι και μονάχος εσύ, είνε όλο το σόγι. Και να πας αμέσως κιόλας να του την παίξης τη μπαλλοτέ να γλυτώνουμε.

      Του τα είπε αυτά σιγανά κι αποφασισμένα.

      – Μα αν είτανε να κάμω τέτοιο πράμα, θα πρωτοάρχιζα από τη γυναίκα μου. Άμε στο καλό, βλογημένε, δεν είνε πράματα, σου λέω. Δεν την ξέρεις τη Βασιλική, τέλειωσε. Μήτε τον Πανάγο δεν τον ξέρεις.

      Και γύρισε το στενοχωρημένο του πρόσωπο κατά την άλλη μεριά.

      – Εγώ δεν τους ξέρω; απολογιέται ο Δημήτρης τραβώντας τον αδερφό του από το μανίκι. Βρήκες άνθρωπο να μη τους μυρίζεται τους.

      Έπειτα, με φωνή σοβαρώτερη και τρεμουλιαστή

      – Να πας, σου λέω, να τον ξεπαστρέψης. Όρκο τόκαμα, άλλο δεν έχει.

      Τον ήξερε ο Μιχάλης το Δημήτρη, πως δε χωράτευε. Άρχιζε και μαζευότανε στη ψυχή του θεοσκότεινη αντάρα. Και πώς να τον καταπείση τον αδερφό του πως λάθευε, πώς να διαφαντέψη την ησυχία του και την καλοτυχιά του, που σε μια στιγμή μέσα την έβλεπε και κατρακυλούσε στην καταβόθρα!

      Συλλογίστηκε, συλλογίστηκε ο δύστυχος, κ' ύστερα

      – Να σου πω τι θα κάμω, γυρίζει και του λέει του Δημήτρη. Θα πάω και θα του στήσω παγίδα, κι αν είνε αλήθεια, τους έφαγα και τους δυο.

      – Τρέχα το λοιπόν και στήνε παγίδες. Το πολύ θα περάσουμε άλλη μιαν άτιμη μέρα.

      – Ως τη νύχτα θα το ξέρουμε. Ή ζωή ή θάνατος.

      Και παίρνει δρόμο ο Μιχάλης, αφίνοντας πίσωθε το Δημήτρη.

      Είτανε να τονε λυπάσαι το χρυσόκαρδο το Μιχάλη.

      Τρία χρόνια τώρα παντρεμένος, τρία χρόνια το σπιτικό του παράδεισος, με την ακριβή του Βασιλική, δυνατόγνωμη θα πης γυναίκα – και κάμποσο αντρίκια, όσο εκείνος πάλε είτανε μαλακόκαρδος και καλόβολος, όμως με τετρακόσα πάντα κι αυτός. Ως τόσο μάλαμα η ζωή τους, κι ας κυβερνούσε η γυναίκα και παραπάνω. Ταίριαζαν και τα γούστα τους. Ως και στο καλοφάγι την ίδια όρεξη είχαν. Κι όσο για πίστη κι αγάπη, πέτρα μονάχη η СКАЧАТЬ