Η μαζώχτρα κι άλλες ιστορίες. Eftaliotis Argyris
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Η μαζώχτρα κι άλλες ιστορίες - Eftaliotis Argyris страница 13

СКАЧАТЬ του ερχόντανε γέλοια με την κουταμάδα του, και πότε ραγίζουνταν τα συκώτια του ανιστορώντας το τι λυπητερή δουλειά καταπιάστηκε. Ώρα είνε και θα περάση, μουρμούριζε ο δύστυχος κ' ησύχαζε. Μετά πολλά πέρασε η άχαρη αυτή ώρα.

      Έρχεται ο Πανάγος με το τουφέκι στις έντεκα, και φωνάζει από μακριά το Μιχάλη. Ανοίγει η Μιχάλαινα την πόρτα, και καθώς ξεχύμιξε ο Πιστός και τον έγλειφε, του έλεγ' εκείνη πως ο Μιχάλης ξεκίνησε τώρα και μιαν ώρα και τον απαντέχει στο βουνό απάνω.

      – Και γιατί δεν μπαίνεις μια στιγμή μέσα; ξαναλέει η Βασιλική.

      Αναφτερούγιασε από τρόμο ο Μιχάλης σαν τάκουσε το κάλεσμ' αυτό της Βασιλικής, και μόνο που δεν έπεσε χάμω.

      – Όχι· κάλλιο να πάγω, γιατί θα προσμένη.

      Και τράβηξε ο Πανάγος τον ανήφορο μαζί με το σκύλο.

      Είταν εκείνη την ώρα ο Μιχάλης με το Σουλτάνο γενιά. Κρυφοπήδηξε χαρούμενος από ταχούρι στο δρόμο, κι ώσπου νανέβη ο Πανάγος στο μέρος που είπανε, σκαλώσαντας ο Μιχάλης από μέρη αδιάβατα σαν την Ασήμω το δευτερόβραδο, κάθουνταν ανάμεσα στα χαμόδεντρα και ψιλοτραγουδούσε, απαντέχοντας τον Πανάγο ερχάμενο από το καθαυτό μονοπάτι.

      Έκαμαν ως μια ώρα με τους λαγούς. Χτυπήσανε δυο. Γυρίζει τότες ο Μιχάλης και κάνει του αξαδέρφου του

      – Πανάγο μου, κέφι έχω απόψε. Έρχεσαι να τα χτυπήσουμε κάτου και να πάμε να το στρώσουμε γλέντι μ' αυτούς τους λαγούς, απόψε κιόλας;

      – Ακούς λέει; και τι καλλίτερο.

      Και σε μισήν ώρα μέσα ο Μιχάλης με τον Πανάγο στο σπίτι του, κ' η Μιχάλαινα στο χαμώγι και μαγείρευε τους λαγούς. Σκαρώνουν κέφι με τη μαστίχα, και σαν ανέβηκε το φαεί, πήρε δρόμο το γλέντι. Το κατέβαζαν αλύπητα το Κισσαμιώτικο. Ήπιε κ' η Βασιλική και ξανάπιε μαζί με την περουνιά που συνηθίζουν εκεί και προσφέρνουνε στις γυναίκες με το κρασί.

      – Γυναίκα, φωνάζει άξαφνα ο Μιχάλης, καθεμέρα τέτοιο ξεφάντωμα δε γίνεται. Τα Παιχνίδια! Νάρθουν και τα Παιχνίδια!

      Δεν πέρασε πολλή ώρα, και πήγαινε καπνός το βιολί, βρόνταγε το λαούτο, και δος του χορό οι λεβέντηδες, δος του χορό κ' η Μιχάλαινα, οδηγώντας το γυριστό απατή της, πυργόστεκη, με το μαντίλι στο χέρι, που το στριφογύριζε και πήγαινε ομπρός.

      Ανέβηκαν και δυο τρεις άλλοι φίλοι κατόπι, που ή έτυχε να μην τα γνωρίζουν ακόμα τα λαλούμενα, ή καμώνουνταν πως δεν τα γνωρίζανε για να το γλεντίσουν, και κόλλησαν κι αυτοί στο χορό.

      Ήρθαν έπειτα κι από τάλλα τα σπιτικά τους, αδερφοξάδερφα της Μιχάλαινας, άντρες και γυναίκες, κ' έτσι γέμισε το σπίτι φωνές και τραγούδια. Ως κ' η γριά, που πάντα στο κρεββάτι η καημένη, ως κι αυτή χτυπούσε τα κοκκαλιασμένα της παλάμια, κι αναγάλλιαζε δείχνοντας τόνα και μονάχο της δόντι.

      Πανηγύρι σωστό. Αντιλαλούσαν τα ξεφωνητά τους κάτω και κάτω στο δρόμο.

      Απάνω σε κείνη την ώρα να κι ο Δημήτρης, που ξεμύτισε από ταραχνιασμένο του σπίτι να δη τι μαντάτα η παγίδα. Κι αντίς παγίδα, τι βλέπει και τι ακούγει! Φαγοπότια και ξεφαντώματα! Τρέλλα και τρέλλα του ήρθε. Είχε γνώση και βαστάχτηκε όμως, κι όχι από καλογνωμιά, παρά να μη γίνη φοβερώτερο σούσουρο. Βαστάχτηκε, και τράβηξε СКАЧАТЬ