Название: Φυλλάδες του Γεροδήμου
Автор: Eftaliotis Argyris
Издательство: Public Domain
Жанр: Зарубежная классика
isbn:
isbn:
Είναι τάγιο το βήμα του καλυβιού μου αυτή η πέτρα. Θα δης εκεί κάποτε λουλούδια βαλμένα, ή και στοιβασμένα αυτά τα χαρτιά …
Ας πάρουμε τώρα μια από τις αξέχαστες εκείνες μέρες της εξοχής, κι ας την ιστορήσουμε, αν έχης υπομονή. Θαρρώ πως πρέπει. Εδώ είναι που σ' έχω και σου μιλώ… Δυο λόγια μοναχά για το Μεσοβούνι, μια μέρα της αθάνατης εκείνης της ζωής, κ' έχεις όλη την ιστορία.
Μεσοβούνι είναι το βουνό που μας χωρίζει από τον κάμπο του χωριού, είναι κ' η εξοχή μας. Ένα μικρό, παράμερο, ξεχασμένο κομμάτι του Παραδείσου, που βρέθηκε δω ανάμεσα στα βουνά. Η μια πλευρά του ορθάνοιχτη, και βλέπει τη θάλασσα. Mια και μπης σ' αυτή τη φωλιά, και σαν πουλί σπαρταράει η ψυχή σου. Άφησε πια που σε μεθάει το θυμάρι κ' η λυγαριά. Άφησε που σε κουφαίνουν τα κοπάδια τριγύρω με τα κουδούνια τους, που σε γλυκοκοιμίζουν οι βρύσες με τακοίμητά τους νερά. Μα κείνο που σου δίνει καινούρια ζωή, που σε κάνει κι ανεσαίνεις πιο εύκολα, είναι που Τούρκος δεν έχει χωράφι τριγύρω… Έχει ρωμαίικη ψυχή μέσα του το μικρό το Μεσοβούνι. Ζούσανε μάλιστα τα χρόνια εκείνα και δυο τρεις Μεσοβουνιώτες που μύρισαν κι αυτοί μπαρούτι στα νιάτα τους! Ο γέρο Βασίλης είταν ένας. Ο μακαρίτης ο Αγγελάκος, στο πλάγι μας, άλλος ένας. Είταν κι ο γέρο Καπλάνης, που είταν κι αυτός κατιτίς μια φορά. Όλοι τους Ξωμερίτες, απείραχτοι όμως τώρα, και δεν τους κακόβλεπε κανένας αγάς. Παντρεύτηκαν και στον τόπο, εξόν ο Βασίλης, που όρεξη για καινούριες αγάπες δεν είχε.
Αυτό είταν το Μεσοβούνι· ορίστε τώρα κι η ζωή μας εκείνα τα χρόνια.
Πρι να φέξη, ο γέρος με κατέβαζε στο γιαλό και τραβούσαμε τις αποτονιές. Τα μουγκριά δεν απαντέχουν ώσπου να φέξη. Βγαίνουν από τα θαλάμια τους την αυγή, τριγυρίζουν τον κάβο να βρούνε φαΐ, χάφτουν το δόλωμα, πιάνουνται, κ' ύστερ' αρχίζουν και στρεφογυρίζουνε σαν αδράχτια ώσπου ζαρώνει και κουβαριάζεται το σκοινί, κι ανασηκώνεται ταγκρίστρι και ξεμπλέκεται από τα σβάραχνά τους, και τότες ξετινάζονται και φεύγουν. Πρέπει λοιπό να τραβηχτούν οι αποτονιές πρι να ξεμπλεχτή το μουγκρί, κι αυτό κάμναμε.
Ύστερα, σα ξημέρωνε, ρίχταμε τις αποτονιές της ημέρας. Ξέραμε πού κατεβαίνανε τα λαβράκια, πού τριγύριζαν οι συναγρίδες, και κει τις ρίχταμε. Ύστερ' ανεβαίναμε κατά το χτήμα, ότι άρχιζε να χρυσώνη ο ήλιος της Ανατολής τα βουνά. Κι ώσπου να χρυσώση και τα δικά μας τα βουνά, γυρίζαμε στο καλύβι με το καλάθι γεμάτο σύκα… Κατόπι άρχιζε η δουλειά… Ύστερα έπαιρναν η γυναίκες ταργόχειρά τους και κάμνανε συντροφιά του τζίτζικα κάτω από τη μεγάλη СКАЧАТЬ