Название: Φυλλάδες του Γεροδήμου
Автор: Eftaliotis Argyris
Издательство: Public Domain
Жанр: Зарубежная классика
isbn:
isbn:
Εννιά μήνες Ελληνικά, και ξαπλώθηκα. Χάθηκα μέσα στα όνειρα!
Τόβλεπα θεοφάνερα πως σε λιγάκι θα γράφω και γω σαν το δάσκαλο.
Μα και σαν τον Όμηρο, φίλε μου!..
… Μ' άκουγε ο γέρο Βασίλης στην Ξέταση, σαν πέρασε κείνος ο χρόνος, και δάκριζαν τα μάτια του από τη συγκίνηση. Κ' η γριά η καημένη με κοίταζε και δε χόρταινε. Θα προκόψη αυτό το παιδί, έλεγαν όλοι!
ΚΑ' ΧΑΛΑΣΜΟΣ ΚΟΣΜΟΥ
Παράξενο το βράδυ εκείνης της Κεριακής που ξετάστηκα. Η θάλασσα φαινότανε σα λιγοθυμημένη. Τα βουνά γύρω καθρεφτιζόντανε μέσα της πέρα και πέρα με την αστροφεγγιά. Φύλλο δε σάλευε. Βγήκαμε στον ηλιακό ν' ανεσάνουμε, οι τρεις μας, κι ο γέρος. Τώρα που πήγαινε καλά το χτήμα και τονε βοηθούσε και παραγυιός, τονε βλέπαμε συχνότερα σπίτι το γέρο. Καθίσαμε, και σα μιλήσαμε για την Ξέταση, γύρισε ο λόγος και στις δουλειές, στα στερνά μας. Είταν όλοι της γνώμης να μείνω Σκολειό, και να μάθω. Η Αννούλα δεν είχε πια την ανάγκη μου. Η προίκα της είταν έτοιμη· και χάρη στο γέρο, δεν έλειπε μήτ' ο γαμπρός. Ο γυιός του Καπλάνη μελετούσε να γυρίση από την ξενιτειά σε κανένα χρόνο. Τα βόλεψε όλα ο γέρος με την Καπλάναινα. Ο σκοπός του είτανε να στεριώση τη νύφη στο χτήμα μαζί με το γαμπρό, και να κλείση τα μάτια του αναπαμένος. Έλεγε λοιπόν, κ' η μακαρίτισσα συφωνούσε, να μάθω εγώ καλά τα γράμματα, να βγω ύστερα πραματευτής, και σα γυρίσω, ν' αγοράσω άλλα δυο χτήματα που είτανε φόβος να περάσουνε σε τούρκικα χέρια. Κ' έτσι να ριζώσω και γω στο Μεσοβούνι, να καμαρώνη κ' η γριά τα δυο της παιδιά νοικοκοιρεμένα.
Όλη αυτή την ώρα η Αννούλα πότιζε γλάστρες, και τραγουδούσε. Εκεί απάνω, ακούμε μεγάλο βοητό. Δεν μπορούσε να είναι βροντή, γιατί σύννεφο δεν είχε στον ουρανό. Δεν προφτάξαμε να ρωτήξουμε ένας τον άλλον τι είναι. Βλεπιούμαστε αμίλητοι και χλωμοί. Ό,τι σάλεψε τα χείλη του ο γέρος να μας πη κάτι, κι άρχισε να τραντάζη όλο το σπίτι, αρχίσανε να τρίζουν όλοι οι τοίχοι.
– Σεισμός! κρυφοφώναξαν οι γυναίκες.
Σαν τρελλοί σηκωθήκαμε και τρέξαμε κατά τη θύρα του ηλιακού. Ο γέρο Βασίλης τότε φωνάζει και μας λέει να σταθούμε. Σταθήκαμε μια στιγμή. Σταμάτησε ο σεισμός. Κάμαμε το σταυρό μας.
– Τώρα τρέχατε, κ' ίσια στο περιβόλι, μας λέει ο γέρος τρομασμένα και βιαστικά.
Μπαίνουμε στο σπίτι, κατεβαίνουμε τη σκάλα, ερχούμαστε στην πισόπορτα, και βγαίνουμ' έξω. Τι φωνές, τι τσιριχτά σ' όλη τη γειτονιά!
– Δόξα νάχη ο Θεός που δε βάσταξε πιώτερο! μουρμούριξε η μακαρίτισσα. Και κει που τόλεγε, ξανάρχεται μεγαλήτερο βοητό από τα βάθια της γης, κ' ύστερ ' από το βοητό μεγαλήτερο τράντασμα. Ακούγαμε τους τοίχους που κατρακυλούσαν από παντού. Τα χάσαμε, και δεν μπορούσαμε να σαλέψουμε από κοντά από τον τοίχο μας. Άξαφνα γκρεμιέται κι αυτός ο τοίχος, και κατρακυλιούνται αμέτρητες πέτρες τριγύρω μας. Πέτρες, πέτρες, κ' ένα σύννεφο σκόνη.
Τίποτις άλλο δε θυμούμαι της τρομερής εκείνης βραδιάς, παρά που ήρθαν κατόπι μ' αναμμένα δαδιά, και σήκωναν πέτρες, και φώναζαν, κι СКАЧАТЬ