Φυλλάδες του Γεροδήμου. Eftaliotis Argyris
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Φυλλάδες του Γεροδήμου - Eftaliotis Argyris страница 12

СКАЧАТЬ σαν πλάγιασα στη συνηθισμένη γωνιά μου να κοιμηθώ, κ' έβλεπα τα κονίσματα αντίκρυ με τη μισοαναμμένη τους την καντήλα.

      Γύριζε από τόνα πλευρό, ξαναγύριζε από τάλλο, και διώξε, αν μπορής, τα χίλια φαντάσματα που τριγυρίζουν το νου σου σε τέτοια νύχτα! Ένα μονάχο από τα φαντάσματα εκείνα, της Λενιώς μου ο πόνος, έσωνε να μου τον κλέψη τον ύπνο.

      Ως το πρώτο λάλημα τυραννιούμουνα με τους μικρούς μου τους πόνους. Και σαν ξύπνησα, στέκουνταν η μακαρίτισσα η μάννα μπροστά μου, και μου έλεγε πως είταν ώρα για το &Σκολειό&.

      ΙΘ' ΠΟΥ ΑΚΟΥΣΤΗΚΕ!

      Δάσκαλέ μου, δε θαρχίσω την ιστορία της δασκαλικής σου δω πέρα! Μήτε για τα συνηρημένα, μήτε για τα εις &μι& δεν έχουμε τόπο. Κ' ίσως μήτε αξίζει τον κόπο. Είσαι αρρώστια, και τίποτις άλλο. Λίγος φρέσκος αέρας, και χάθηκες. Έπειτα συ πια τώρα δε φταις. Διδάσκεις αυτά που ζητούμε. Ας έχουμε χάρη στην πετριά μας, που και καλά να φανούμε στον κόσμο παιδιά των αρχαίων, αληθινοί κληρονόμοι τους.

      Κληρονόμοι, σε τι; Στην αρετή, στην παλικαριά; «Πολλού γε και δει», δάσκαλέ μου! Κληρονόμοι στ' ανώμαλα ρήματα!

      Ποιος να σ' ακούση, κι αν τους το πης, πως για νάχη, το έθνος δική του δύναμη και ζωή, πρέπει και δική του γλώσσα να μιλή και να γράφη. Πως την έχει τη δική του τη γλώσσα, κ' είναι πιο ελληνική από την καμαρωμένη την κορακίστικη! πως για να σταλάξουμε ανθρωπισμό στη ρωμαίικη την καρδιά, πρέπει να διδάσκουμε, να παρασταίνουμε, και να τραγουδούμε στη γλώσσα της, κι όχι σε γλώσσα που δεν ακούστηκε ποτές αλάκερη σ' ένα σπιτικό, παρά μέρος πρι να φανή ο Χριστός, μέρος σα φάνηκε ο Μωάμεθ, και μέρος θα μιληθή σαν ξαναφανή ο Μεσσίας!

      Η γλώσσα γεννιέται και μεγαλώνει στα σπιτικά, σαν κ' εμάς που τη μιλούμε. Έρχεται κατόπι η φιλολογία, τη σιάζει, τη γυαλίζει, πετάει βαρβαρισμούς κ' ιδιώματα, φτιάνει καινούρια στολίδια, και στρώνει εθνική γλώσσα που γίνεται όμορφη, είναι και ζωντανή. Τους &τύπους& της όμως ποια φιλολογία να τους αλλάξη, και γιατί; Οι Αθηναίοι σαν άκουγαν τους ρητόρους τους και μιλούσανε με τη σπιτήσια γραμματική τους, δεν τους παραξενεύουνταν. Εμείς τάχα γιατί τόση ακαταδεξιά!

      Ποιος κάθισε να συλλογιστή ταπέραντο το χασομέρι, ταπέραντο το κρίμα, που αναγκάζεται το ρωμιόπουλο να ξεμάθη μια γραμματική και να μάθη μιαν άλλη, άφησε που μήτε τη μια δεν μπορεί να ξεμάθη, μήτε την άλλη δεν καλομαθαίνει; Ποιος άνοιξε κορακίστικο βιβλίο, και να το κλείση μάνι μάνι, και να πάη στους δασκάλους να πη. Φτάνει σας πια, το παραξηλώσετε· πήρετε την πόρτα στον ώμο σας. Σας ορίσαμε δασκάλους, και μας βγαίνετε ιστορικοί, ρητόροι, δαιμόνοι. Ως κ' εφημερίδες μας γράφετε! Πού ακούστηκε τέτοιο πράμα! Ύστερ' από τους παλαιούς τους Αιγυπτίους παπάδες, σε ποιο έθνος έγεινε μονοπώλι η γλώσσα κ' η σοφία; Αμέτε στο καλό. Αφήστε τη φιλολογία στα χέρια των παιδιών του λαού, να μάθη κι ο λαός κατιτίς. Διδάξτε το έθνος ναγαπάη και να σέβεται την καταφρονεμένη του τη γλώσσα, να πάρη λιγάκι απάνω του, και να μας το δείξη πως ζη.

      Ποιος πήγε, μα και ποιος έμεινε να τα πη αυτά στους δασκάλους! που μας έχει όλους από τη μηχανή του βγαλμένους, άλλον κουτσό, άλλον τυφλό, СКАЧАТЬ