Название: Οι Απόκληροι
Автор: Owen Jones
Издательство: Tektime S.r.l.s.
Жанр: Зарубежное фэнтези
isbn: 9788835419396
isbn:
Η οικογένειά του τον κοίταζε με έκπληξη καθώς τα κόκκινα και ροζ μάτια του κοίταζαν το κρέας σαν γεράκι.
«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;» είπε ο Χενγκ στη γυναίκα του τινάζοντας το κεφάλι του.
«Όχι, Χενγκ, κανένα πρόβλημα. Είναι πολύ ωραίο που σε βλέπω να τρως ξηρά τροφή πάλι. Όλοι χαιρόμαστε, σωστά;»
«Ναι» συμφώνησαν όλοι, αν κι η Ντα είχε τις αμφιβολίες της, αλλά δεν ήταν έτοιμη να τις μοιραστεί εκείνη ακριβώς τη στιγμή.
«Καλώς! Εντάξει» είπε ο Χενγκ και γύρισε στο φαγητό του με προφανή ευχαρίστηση.
Του πήρε του Χενγκ μισή ώρα να φάει μισή ντουζίνα ίντσες κρέας και ξεκίνησε με το κόκαλο, το οποίο το ρούφηξε μέχρι τελικής πτώσης. Οι άλλοι το βρήκαν αδύνατο να συγκεντρωθούν στο φαγητό τους με αποτέλεσμα να καεί η χόβολη και το κρέας κι έτσι το φαγητό τους καταστράφηκε, αλλά το έφαγαν καθώς δεν συνηθίζουν να πετάνε το φαγητό.
Όταν τελείωσε το πρώτο παϊδάκι, ο Χενγκ καθάρισε με την ανάστροφη του χεριού του το στόμα του και το ρούφηξε. Ένας περαστικός θα υπέθετε ότι ο Χενγκ μόλις απελευθερώθηκε από χρόνιο εγκλεισμό που έτρωγε μόνο νερό και ψωμί. Κανείς δεν τους δεν είχε δει κάποιον να απολαμβάνει τόσο πολύ το φαγητό του.
«Θες και το άλλο, μπαμπούλη;» ρώτησε η Ντιν.
Ο Χενγκ άρπαξε το σεντόνι από τους ώμους του και το τράβηξε για να βολευτεί καλύτερα κι ο Ντεν έπιασε το πιάτο από την ποδιά του πατέρα του πριν πέσει κάτω.
«Περίμενα να κατέβει πρώτα αυτό» είπε ο Χενγκ «και μετά να φάω κι άλλο. Πολύ ωραίο φαγητό. Χενγκ αρέσει πολύ».
Ο Ντεν κοίταξε τη μητέρα του κι ήξερε τι εννοούσε. Ο Χενγκ μιλούσε σπαστά ταϊλανδέζικα και κανείς δεν το είχε ακούσει ξανά να μιλά τόσο άσχημα αν και ποτέ δεν μιλούσε τέλεια ταϊλανδέζικα καθώς οι γονείς του ήταν Κινέζοι.
Καθώς όλοι γύρισαν στο φαγητό τους κι ο Χενγκ έμεινε ακούνητος, ακούστηκε ένας πνιχτός θόρυβος από τη μεριά του. Όλοι κατάλαβαν τι συνέβη, αλλά όντες ευγενικοί, προσποιήθηκαν ότι δεν άκουσαν τίποτα. Ακούστηκε άλλη μία φορά με τη συνοδεία άσχημης μυρωδιάς.
Μόνο η Γουάν κι η Ντα τον κοίταξαν κατάματα κι αυτός τις κοίταξε με ένα πλατύ χαμόγελο πίσω από τα σκοτεινά γυαλιά του.
Ο Ντεν άρχισε να χαχανίζει. Στη αρχή, σιγά, αλλά δεν μπορούσε να το κρατήσει κι έτσι κόλλησε και την Ντιν.
«Ήσυχα, παιδιά. Ο πατέρας σας δεν μπορεί να το ελέγξει, είναι άρρωστος. Η ξηρά τροφή τον επηρέασε αρκετά».
Παρ' όλα αυτά, τα παιδιά δεν μπορούσαν να συγκρατηθούν. Ο Χενγκ στεκόταν εκεί με ένα ικανοποιημένο χαμόγελο στο πρόσωπό του. Μερικά λεπτά μετά, όταν μη μυρωδιά δεν πέρασε, η Γουάν είπε στον Ντεν: «Πήγαινε τον πατέρα σου στο μπάνιο για να καθαριστεί, εντάξει; Αν υπάρχει πρόβλημα, φώναξε και θα έρθω να βοηθήσω. Χενγκ, βάλε τα εσώρουχά σου στα άπλυτα και θα τα καθαρίσω αύριο».
Όταν έφυγαν, η Γουάν είπε:
«Τι έχεις να πεις γι' αυτό, θεία Ντα;»
«Παράξενο, δεν είναι; Η συμπεριφορά του Χενγκ μου θυμίζει πουλιού. Δεν είμαι και σίγουρη, αλλά ο τρόπος που καθόταν СКАЧАТЬ