Название: Οι Απόκληροι
Автор: Owen Jones
Издательство: Tektime S.r.l.s.
Жанр: Зарубежное фэнтези
isbn: 9788835419396
isbn:
«Πώς είσαι σήμερα, Χενγκ;» ρώτησε η γυναίκα του.
«Πεινάω. Όχι, διψάω» είπε με λέξεις που βγήκαν από το στόμα του σαν βράχοι σε κατολίσθηση.
«Εντάξει, καλέ μου, ανακάθισε. Έχουμε ακόμα λίγο υπέροχο μιλκσέικ για σένα».
Τακτοποίησαν τα μαξιλάρια, τον έβαλαν να σηκωθεί και τον σκέπασαν με μία κουβέρτα.
«Πιες αυτό, αγάπη μου. Είναι η γεύση που σου άρεσε περισσότερο χθες».
Η Ντα έβαλε λίγο σε ένα ποτήρι μαζί με ένα καλαμάκι. Ο Χενγκ ήπιε δύο ποτήρια από το ροζ υγρό με ένα μείγμα από βότανα και ζωντάνεψε. Κάθισε καλά και κοίταξε γύρω του σαν να ήταν η πρώτη φορά.
«Σου αρέσει, Χενγκ; ρώτησε η Ντα. «Βλέπω ότι είσαι πιο ζωντανός από ο,τι όταν ήρθαμε. Νομίζεις ότι μπορείς να κατέβεις; Ο ήλιος θα σου κάνει καλό γιατί είσαι λίγο χλωμός. Δεν συνηθίζεις να μένεις μέσα, σωστά;»
Ο Χενγκ την κοίταξε σαν να μιλούσε μία ξένη γλώσσα και μετά κοίταξε τη γυναίκα του.
«Θες να πας τουαλέτα, Χενγκ; Έχουν περάσει πολλές ώρες. Πώς είσαι εκεί κάτω; Θες να πάμε τουαλέτα ή να σου φέρω έναν κουβά εδώ;»
«Ναι, καλή ιδέα. Θέλω να πάω κάτω στην τουαλέτα, αλλά πρώτα θέλω λίγο ακόμη μιλκσέικ».
Αφού καμία από τις δύο δεν ήξερε πόσο έπρεπε να πιει, τον άφησαν να πιει όσο ήθελε κι έτσι ήπιε όλο το λίτρο.
Η Ντα καθόταν και παρακολουθούσε καθώς η Γουάν τον βοηθούσε να ντυθεί. Μόλις έδρασε το μιλκσέικ, ο Χενγκ αναζωογονήθηκε.
«Έλα, καλέ μου, να σε ντύσω και να κατέβουμε κάτω».
Τον έπιασαν από τα μπράτσα και βοήθησαν τον άντρα που έτρεμε να σηκωθεί. Ήταν σαν ποδήλατο με ετοιμόρροπα λάστιχα. Όταν έφτασε στο πλατύσκαλο, μόρφασε λίγο στη θέα του ήλιου, αλλά όλοι έτσι θα αντιδρούσαν αν ήταν κλεισμένοι μισή μέρα μέσα στο σκοτάδι. Ο Ντεν κι η Ντιν είδαν τον πατέρα τους να κατέβει τη σκάλα σαν αλκοολικός υποβασταζόμενος από τη γυναίκα και τη θεία του.
Τρόμαξαν που έδειχνε τόσο εύθραυστος και διαφορετικός. Ο Χενγκ ήταν πάντα αδύνατος, αλλά τώρα ήταν κοκαλιάρης, λευκός σαν τον χιόνι και με δύο κόκκινα αμύγδαλα για μάτια. Μετακινήθηκαν ότι έγειρε στο τραπέζι να ξαποστάσει.
«Ντεν, έχεις ακόμα τα παλιά γυαλιά ηλίου; Νομίζω ότι ο πατέρας σου τα χρειάζεται σήμερα καθώς τα μάτια του είναι λίγο ευαίσθητα».
Η Ντα είπε «Μπορείς να πας μόνη σου τον Χενγκ στο μπάνιο ή θες να σε βοηθήσει ο Ντεν;»
«Όχι, νομίζω ότι θα τα καταφέρω».
Τον οδήγησε και με το ελεύθερο χέρι του προστάτευε τα μάτια του από τον ήλιο.
Όταν τον έβαλαν στο τραπέζι μετά από δεκαπέντε λεπτά, φαινόταν εξουθενωμένος από την προσπάθεια.
«Ντιν, μπορείς να ανέβεις πάνω και να φέρεις σεντόνι και μαξιλάρια, παρακαλώ; Ο πατέρας σου θα ξεκουραστεί εδώ σήμερα για να πάρει φρέσκο αέρα και ήλιο. Δεν έχει μείνει τόσο πολύ μέσα, οπότε το σώμα του δεν είναι συνηθισμένο. СКАЧАТЬ