Το Κορίτσι Από Το Απαγορευμένο Ουράνιο Τόξο. Rosette
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Το Κορίτσι Από Το Απαγορευμένο Ουράνιο Τόξο - Rosette страница 8

СКАЧАТЬ στα μαξιλάρια, άνοιξα το βιβλίο και βυθίστηκα στην ανάγνωση. Στη δεύτερη σελίδα ήμουν ήδη τρομοκρατημένη, με αξιοθρήνητο τρόπο, αν σκεφτεί κανείς ότι ήταν απλώς ένα βιβλίο.

      Παρά το καλό γούστο το οποίο διέθετε θεωρητικά, η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο είχε γίνει ασφυκτική και η επιθυμία για μία ανάσα αέρα έγινε επείγουσα.

      Με γυμνά τα πόδια, διέσχισα το δωμάτιο μέσα στο σκοτάδι και άνοιξα διάπλατα το παράθυρο. Κάθισα στο περβάζι και βυθίστηκα στη ζεστή νύχτα της αρχής του καλοκαιριού, με την ησυχία να σπα μόνο από τον ήχο του γρύλου κι από την απάντηση μίας κουκουβάγιας. Ήταν ωραία να είμαι εδώ, έτη φωτός μακριά από την φρενίτιδα του Λονδίνου, από τους πιεστικούς του ρυθμούς, πάντα στα πρόθυρα της υστερίας. Η νύχτα ήταν ένα μαύρο πάπλωμα, εκτός από το λευκό φως μερικών αστεριών εδώ κι εκεί. Μου άρεσε η νύχτα και σκέφτηκα νωθρά ότι απολάμβανα να είμαι ένα πλάσμα της νύχτας. Το σκοτάδι ήταν ο σύμμαχός μου. Χωρίς φως, όλα είναι μαύρα κι η εκ γενετής ανικανότητά μου να διακρίνω τα χρώματα μίκραινε, έχανε τη σπουδαιότητά της. Το βράδυ τα μάτια μου ήταν πανομοιότυπα με τα μάτια κάποιου άλλου ανθρώπου. Γι’ αυτό, τότε, δεν αισθανόμουν διαφορετική. Μία σίγουρη, στιγμιαία ανακούφιση, μα αναζωογονητική, όπως το νερό πάνω στο ζεσταμένο κορμί.

      Το επόμενο πρωί, ξύπνησα με τον ήχο του ξυπνητηριού κι έμεινα για λίγο στο κρεβάτι, ακίνητη. Μετά από μία αρχική έκπληξη, θυμήθηκα τι είχε συμβεί την προηγούμενη ημέρα και αναγνώρισα το δωμάτιο.

      Όταν ντύθηκα, κατέβηκα τις σκάλες, πολύ φοβισμένη από την βαθιά ησυχία γύρω μού. Η θέα της Μίλισεντ ΜακΜίλιαν, χαρούμενη και φλύαρη όπως πάντα, διέλυσε τα σύννεφα και ξανάφερε την ηρεμία στο ταραγμένο μου μυαλό.

      «Κοιμηθήκατε καλά, δεσποινίς Μπρούνο;» αναφώνησε.

      «Καλύτερα από ποτέ», απάντησα εκπλήσσοντας και τον εαυτό μου από αυτό το νέο. Είχαν περάσει χρόνια που δεν αφηνόμουν τόσο ήσυχα στον ύπνο, με τις αρνητικές σκέψεις να με περιτριγυρίζουν, για τουλάχιστον για μία ώρα.

      «Θέλετε καφέ ή τσάι;»

      «Τσάι, παρακαλώ», την παρακάλεσα, ενώ καθόμουν στο τραπέζι της κουζίνας.

      «Παρακαλώ, περάστε στο σαλόνι. Θα σας σερβίρω εκεί».

      «Προτιμώ να πάρω πρωινό μαζί σας», είπα πνίγοντας ένα χασμουρητό.

      Η γυναίκα φάνηκε δυσαρεστημένη και άρχισε να περιφέρεται στην κουζίνα. Ανέκτησε το φλύαρο στυλ της κι εγώ ήμουν ελεύθερη να σκεφτώ τη Μονίκ. Τι να έκανε εκείνη την ώρα; Θα είχε ετοιμάσει ήδη το πρωινό; Η σκέψη της αδελφής μου επανέφερε το βάρος στις λεπτές μου πλάτες και δέχτηκα με χαρά την άφιξη του φλιτζανιού με το τσάι.

      «Ευχαριστώ, κυρία ΜακΜίλιαν». Ρούφηξα με ευχαρίστηση το ζεστό υγρό με το ευχάριστο άρωμα, ενώ η οικονόμος σέρβιρε φρυγανισμένο ψωμί και μία σειρά από μπολ γεμάτα με ελκυστικές μαρμελάδες.

      «Πάρτε τη μαρμελάδα από σμέουρα. Είναι ονειρεμένη».

      Άπλωσα το χέρι μου προς τον δίσκο, νιώθοντας ένα τσίμπημα στην καρδιά. Η διαφορετικότητά μου επέστρεψε, για να με καλύψει με λάσπη, σκούρα και δύσοσμη. Γιατί σε μένα; Κι υπήρχαν άλλοι στον κόσμο σαν εμένα; Ή ήμουν СКАЧАТЬ