Το Κορίτσι Από Το Απαγορευμένο Ουράνιο Τόξο. Rosette
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Το Κορίτσι Από Το Απαγορευμένο Ουράνιο Τόξο - Rosette страница 10

СКАЧАТЬ τον Ντεμπισί, φαντάζομαι. Οι γονείς σας είχαν πάθος με τη μουσική. Μήπως ήταν μουσικοί;»

      «Ο πατέρας μου ήταν ανθρακωρύχος», ομολόγησα επιφυλακτικά.

      «Μελισσάνθη… βαρύγδουπο όνομα για την κόρη ενός ανθρακωρύχου», παρατήρησε, με τη φωνή του να δονείται από ένα γέλιο που συγκρατούσε. Με κορόιδευε και, παρά τις προθέσεις της προηγούμενης μέρας, δεν ήμουν σίγουρη ότι ήθελα να τον αφήσω. Αλλιώς, θα γινόταν η αγαπημένη του συνήθεια.

      Ίσιωσα την πλάτη μου, προσπαθώντας να ανακτήσω τη χαμένη μου ψυχραιμία. «Και το Σεμπάστιαν γιατί; Ίσως από τον Άγιο Σεβαστιανό; Πραγματικά, ακατάλληλη επιλογή».

      Εκείνος δέχτηκε το χτύπημα και, για μία στιγμή, ζάρωσε τη μύτη του. «Μπήγετε βαθιά τα νύχια, Μελισσάνθη Μπρούνο. Δεν είμαι σε πόλεμο μαζί σου. Αν ήμουν, δεν θα είχες ελπίδες να κερδίσεις. Ποτέ. Ούτε στα πιο τρελά σου όνειρα».

      «Ποτέ δεν βλέπω όνειρα, κύριε», απάντησα όσο πιο αξιοπρεπώς μπορούσα.

      Εκείνος φάνηκε να ταράζεται από την απάντησή μου, που έσφυζε από ειλικρίνεια. «Τότε, είστε τυχερή. Τα όνειρα είναι πάντα μία απάτη. Αν είναι εφιάλτες, διαταράσσουν τον ύπνο σου. Αν είναι ωραία, όταν ξυπνάς η πίκρα είναι διπλή. Τελικά, καλύτερα να μην ονειρεύεται κανείς». Τα μάτια του δεν έφευγαν από πάνω μου, σαν να με υπνώτιζε. «Είσαι ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, Μελισσάνθη. Σπίνος, αλλά διασκεδαστική», πρόσθεσε τραγουδιστά.

      «Πού όμως έχεις τη χαρά να έχεις τα απαιτούμενα προσόντα, για αυτή τη δουλειά», σχολίασε ειρωνικά..

      Βασάνιζα το εσωτερικό των χειλιών μου με τα δόντια μου, παρασυρμένη και πάλι από τη μεταμέλεια. Τι μου συνέβαινε; Δεν είχα αντιδράσει ποτέ με τόσο άθλιο αυθορμητισμό. Θα έπρεπε να το περιορίσω, προτού χάσω εντελώς τον έλεγχο.

      Το χαμόγελό του, τώρα, έφτανε ως τα αυτιά του, διασκεδάζοντας όσο δεν πήγαινε. «Όντως, τα έχεις. Είμαι σίγουρος ότι θα τα πάμε καλά. Μία γραμματέας που δεν ονειρεύεται, όπως και το αφεντικό της. Υπάρχει μία εκλεκτική συνάφεια μεταξύ μας, Μελισσάνθη. Ψυχική, κατά μία έννοια. Σαν κάποιος από εμάς να μην είχε πια ψυχή και, μάλιστα, εδώ και καιρό…»

      Προτού μπορέσω να ερμηνεύσω τα σκοτεινά του λόγια, σοβαρεύτηκε, τα μάτια του έγιναν και πάλι ψυχρά, απόμακρά, χωρίς ζωή.

      «Πρέπει να στείλεις με φαξ στον εκδότη μου τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου μου. Ξέρεις πώς να το κάνεις;»

      Συγκατένευσα και με πόνο διαπίστωσα ότι ήδη μου έλειπε η λεκτική μας μονομαχία. Θα ήθελα να κρατήσει για πάντα. Με είχε τραβήξει εκείνη η ανταλλαγή λόγων, σαν μία μαγική πηγή, γεμίζοντάς με ορμητική ζωντάνια, με μία ενέργεια που για μένα δεν είχε προηγούμενο.

      Οι επόμενες δύο ώρες πέταξαν. Έστειλα διάφορα φαξ, άνοιξα την αλληλογραφία, έγραψα γράμματα απόρριψης σε διάφορες προσκλήσεις και τακτοποίησα το γραφείο. Εκείνος, σιωπηλός, έγραφε στον υπολογιστή, με το μέτωπο συνοφρυωμένο, τα χείλη ίσια, τα χέρια λευκά και λεπτά πέταγαν πάνω στο πληκτρολόγιο. Περίπου στην ώρα του μεσημεριανού, ξαναζήτησε την προσοχή μου, με μία κίνηση του χεριού του.

      «Μπορείς να κάνεις διάλειμμα, Μελισσάνθη. Ίσως να φας κάτι, να κάνεις έναν περίπατο».

СКАЧАТЬ