Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου. Georgios M. Vizyenos
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου - Georgios M. Vizyenos страница 6

СКАЧАТЬ διες εσύ! Το μάτι της σουρβιάς έμεινε πα στην πλάκα που τώβαλε, σιγανό και ακίνητο, ώστε που εμαύρισε κ' εκάπνισε κ' έγειρεν ολίγο και εκάηκε! – Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! του είπα. Δεν έβαλες καλό σούρβο! Κ' επήρα την σουρβιάν από το χέρι του κ' εδιάλεξα το πιο καλό το μάτι και άνοιξα καινούριο τόπο στην φωτιά και το έβαλα… Εκάπνισεν ολίγο, εμαύρισεν, ετανίσθη κ' έμεινε στον τόπο! Τότ' εγέλασεν ο Χρηστάκης δυνατά κ' επήρεν ένα δαυλί και ανεκάτωσε τα κάρβουνα και είπε:

      – Εγώ, μητέρα, είμαι βασταγερός άνθρωπος, το ξέρεις. Έτσι εύκολα εύκολα δεν πηδώ να φύγω μέσ' από λίγη ζέστη σαν και λόγου σας. Αν θέλης να ιδής την τύχη μου, φέρ' εδώ!

      Και πήρε το κλωνί από το χέρι μου και το έβαλε μέσ' στην φωτιά. Κ' επυρώθηκαν τα σούρβα και άρχισαν να βροντούν και να πηδούνε…

      Τώρα, λέγε μου εσύ ό,τι θέλεις.. Σούρβα είναι σούρβα, το ξέρω. Και την τύχη την βλέπουν για την συνήθεια, όχι για την αλήθεια, κι' αυτό σωστό. Μα όταν θυμηθώ τους κούφιους εκείνους κρότους και ταις μακρυναίς τουφεκιαίς, που ύστερ' από λίγαις ημέραις άρχισαν ν' ακούγωνται τριγύρω στα χωριά, μου ξεσηκώνετ' η καρδιά μου, και δεν μπορώ να ησυχάσω. Το πράγμα ήταν καθαρό και ξάστερο, μα μεις δεν το ψηφήσαμε, μόνο το πήραμ' ελαφρυά κ' εγελάσαμεν.

      Εκεί πάνου στα γέλοια άνοιξεν η θύρα κ' εμβήκεν ο Χαραλάμπης του Μητάκου. Τον ξεύρεις. Ήταν συνομήλικος του Χρηστάκη και τον έμοιαζε πολύ στο ανάστημα και ταις πλάταις. Όσον ήτο μικρός ήρχετο συχνά στο σπίτι μας· μα σαν εμεγάλωσε κ' επήρεν άσχημο δρόμο, δεν ημπορούσα να τον βλέπω μπροστά μου. Γιατί πολλαίς φοραίς έκαμνε το κακό, και τον έπαιρναν για τον Χρηστάκη. Τόσο πολύ τον έμοιαζε· και σαν συντεχνίταις όπου ήτανε φορούσαν και τα ίδια τα ρούχα. Γι' αυτό τον έβαλα μιαν ημέρα μπροστά. Από τότε δεν εξαναπάτησε στο κατώφλιό μας· κ' εκείνη την βραδειά ήλθε.

      – Καλησπέρα, κυρά! Καλό στα κάμνετε!

      – Καλό στον Λαμπή. Αν με φέρνης κάνα γράμμα, κάτσε να σε κεράσω.

      – Όχι, κυρά, εγώ την παραίτησα πια την πόστα. Και ήρθα ίσα ίσα να ξαναπώ του Χρηστάκη να μην αφήση να την πάρη κανένας άλλος.

      Εκεί, σαν να μ' εταράχθηκεν η καρδιά μου!

      – Και γιατί, Λαμπή:

      – Γιατ' είναι καλή δουλειά η π ό σ τ α, κυρά, καλή δουλειά!

      – Και σαν είναι καλή δουλειά η π ό σ τ α, γιατί δεν την κρατείς

      του λόγου σου, που την είχες ως στα τώρα:

      Θαρρείς του έδωκε κανείς μια μαχαιριά, και άλλαξεν η θωριά του και άρχισε να μασά τα λόγια του.

      – Εγώ, κυρά, δυο χρόνια πήγα κ' έφερα την πόστ' από το σιδερόδρομο, έκαμ' αρκετούς παράδες. Τώρα πια ας κάμουν και οι φίλοι.

      – Άκουσε να σε πω, του είπα τότε, Λαμπή! Εσύ αν έκαμες παράδες, καθώς το λένε – Θεός κ' η ψυχή σου! Εμείς τέτοιους παράδες δεν τους χρειαζόμασθε. Έπειτα, ξεύρεις· οι κ α ϋ μ έ δ ε ς δεν έχουν πλέον πέραση. Και αυτός που κουβαλεί την π ό σ τ α δεν μπορεί πλέον ν' αρχοντήνη με τα υστερήματα, που στέλνει κανένα ορφανό, ξενητεμένο, μέσ' στο γράμμα, να μνημονέψουν τον πατέρα του. Όσο για την άλλη τέχνη που σ' αρχόντηνε, Λαμπή, να ο Θεός СКАЧАТЬ