Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου. Georgios M. Vizyenos
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου - Georgios M. Vizyenos страница 1

СКАЧАТЬ section>

      ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

      Εκείνος που μου πρωτοανάφερε το όνομα του Βιζυηνού είταν ο φίλος μου ο καημένος, ο συμμαθητής μου κι ο σύντροφος. Αγαπούσε την ποίηση, μα περισσότερο αγαπούσε να τρέφη και να τονώνη την αγάπη τη δική μου προς το τραγούδι· προς το τραγούδι καθώς χύνοταν και καθώς κυριαρχούσε στην Αθήνα με τη Μούσα του Παράσχου και του Παπαρρηγόπουλου, με πολλούς από τους βραβευμένους και από τους αβράβευτους των ποιητικών διαγωνισμών, με την κριτική σοφία των καθηγητών που είτανε, από το Πανεπιστήμιο μέσα, των διαγωνισμών εκείνων, σε φυλλάδια τυπωμένων, οι εισηγητές. Ο φίλος μου κρατούσεν εμένα ενήμερο σε όλα τα νέα τα φιλολογικά της εποχής. Αυτός με ξάφνισε με το θάνατο του Βασιλειάδη, που έκαμε να μαυροφορέση με νέο πένθος η παρνασσική νεολαία του καιρού ύστερ' από το χαμό του Παπαρηγοπούλου· αυτός μου έφερε τον «Παρνασσό», έκδοση ανώνυμη του Ιωάννη Παπαδιαμαντοπούλου, του δοξασμένου ύστερα Μορεάς, με τα «εκλεκτά τεμάχια των συγχρόνων ποιητών» – στα 1873 – και με το «Γοργόν Ιέρακα» του Αλεξάνδρου Ραγκαβή, σκαλισμένο, για να περιφυλαχτή σε ακριβή κασσετίνα, χρυσαφικό μπροστά στα χοντροδουλεμένα στιχουργικά μαστορέματα των άλλων. Αυτός αντέγραφε για μένα στίχους επί στίχων, από τα ελεγεία τα ρωμαντικά του Αχιλλέως Παράσχου ίσα με τα παθητικά βογγητά της Φωτεινής Οικονομίδου, Σαπφώς που ντρεπόταν παστρικά να μιλήση. Ο φίλος μου ήρθε κάποτε στο σπίτι μου λαχανιασμένος. Μου έφερε τη σημαντικώτατην είδηση πως νέος και μεγάλος ποιητής γεννήθηκε στην Αθήνα, που μπροστά του δύσκολα πια θα μπορούσαν οι άλλοι να κρατηθούν ορθοί. Το νέο μετέωρο είταν ένα αγόρι αμούστακο, έλεγε, που ακόμα δεν είχε τελειώσει το γυμνάσιο. Η καταγωγή του, από την Πόλη· μαθητής του Ηλία Τανταλίδη, της «αηδόνος του Βοσπόρου», καθώς τότε συνειθίζανε οι θαυμαστές του να τον αναφέρουν τον τυφλό χριστοπουλικό ποιητή· μαθητής του και στο σχολείο, μα και στην τέχνη την ποιητική, κληρονόμος του και διάδοχός του ο Γεώργιος Βιζυηνός. Απρόσβλητο πιστοποιητικό της αξίας του ο «Κόδρος», το επικό του ποίημα που το είχε στείλει στο Βουτσιναίο διαγωνισμό του 1874, και που πήρε το βραβείο, τη δάφνη με τις χίλιες δραχμές. Κριτικός εισηγητής μέσα σ' εκείνο το διαγωνισμό και διαλαλητής της ανατολής του νέου άστρου ο Αλέξανδρος Ραγκαβής πάντα. Είταν αυτό, το δεύτερο πραξικόπημα της κάπως ταχυδαχτυλουργικής ευφυίας της πολύτροπης αυτής κορυφής τότε μέσα στη φιλολογία μας· το πρώτο είτανε το βραβείο που έδωκε στον «Αρματωλό», ενός άλλου Γιώργη, στα 1862, ενός Βουλγάρου που άκουγε στόνομα το ελληνικό Σταυρίδης. Μα τον καιρό που ζούσαμε, ο φίλος μου κ' εγώ, δεν ψιλολογούσαμε τα πράγματα. Το άκουσμα του Βιζυηνού μου καρφώθηκε στη σκέψη. Νέος ποιητής, διαφορετικός απ' όσους συνείθιζα να διαβάζω, ναντιγράφω, ναγαπώ και ναποστηθίζω. Πότε και πώς θα γνωριστούμε με τον ποιητή του «Κόδρου»! Όταν μου ήρθε το βιβλίο, ρίχτηκα να τους ρουφήξω τους στίχους του. Στη γλώσσα του, όλος ο αλύγιστος από τα λεξικά σχολαστικός αρχαϊσμός του Τανταλίδη, όχι βέβαια στα δημοτικά του τραγουδάκια, ακόμα υποφερτά και κάπου κάπου και χαριτωμένα, αλλά στα «Ιδιωτικά στιχουργήματα» τα βυζαντινικώτατα. Στο μετρικό του σχήμα, η «Τουρκομάχος Ελλάς» του Αλεξάνδρου Σούτσου. Στην ουσία του και στη σύνθεσή του η ηρωική θυσία του αθηναίου βασιλιά μεταμορφωμένη σε μιαν αδέξια ιλαροτραγωδία αισθηματολογική. Κράτησα στη μνήμη μου την αρχή του «Κόδρου»:

      Μικρόν αφείσα τον Ελικώνα, Ω Μούσα, κόρη του ουρανού, μυσταγωγός μου προς τον αιώνα των ισοθέων παραγενού. Προ του νοός μου κρατούσα φάρον μακρών αιώνων τον πέπλον άρον, επί Πηγάσου ανάγαγέ με παρά τας όχθας του Κηφισσού και μ' ένα κλάδον στεφάνωσέ με του καλλιδάφνιδος Παρνασσού.

      Από τα προπύλαια αυτά μπορεί κανείς να λάβη καθάρια ιδέα της όλης οικοδομής. Εννοείται πως ο βραβευμένος «Κόδρος» όσο κι αν τον εθαύμασεν ο Ραγκαβής και μετρημένοι στο πλάι του ασπρομάλληδες δασκάλοι, γέννησε απορίες και ξύπνησε θυμούς μέσα στους κύκλους και των νέων μουσοπόλων που φιλοδοξούσανε τις δάφνες και τις χίλιες του Βουτσιναίου και των άλλων που κρατούσανε στην Αθήνα τα σκήπτρα της ποιητικής. Ο παρείσαχτος αυτός Ανατολίτης της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης που τόλμησε με το τραχύ φύσημα μιας γκάιδας, παρουσιασμένης με κλασικήν επισημότητα αυλού του Πανός, να σκεπάση τις καντάδες που ωργάνωναν κάτου από το ρωμαντικό πια φέγγος της αττικής σελήνης μπροστά στη λάμψη του «Φανού του Κοιμητηρίου των Αθηνών» οι κιθάρες και τα μαντολίνα των λογής Παράσχων και Παπαρρηγόπουλων! Κι αφού, αγύμναστος ακόμα τότε σε κάποιο με κριτική προσοχή εξέτασμα των έργων, παιδί του σκολειού υπνωτισμένο από τη στίχο, χάρηκα τα πολυσέλιδα δεκάστιχα του «Κόδρου», δοκίμασα και τη συγκίνηση την άλλη: του σκεπτικισμού· της αμφιβολίας δηλονότι και της υποψίας μήπως ο «Κόδρος» αυτός δεν άξιζε όσο ήθελαν να μας τον παραστήσουν οι βραβευτές του και μήπως για την περίστασην αυτή θα έπρεπε να χρησιμοποιηθή ο γνωμικός στίχος του διδασκάλου ίσα ίσα τον Βιζυηνού, του Τανταλίδη: «Δεν είναι αδάμας ό,τι στίλβει και εκθαμβοί το όμμα – Ούτ' ευώδες είναι ρόδον ό,τι ρόδου έχει χρώμα». Στου άλλου είδους τη συγκίνηση μου έδωκε αφορμήν η «Εφημερίς των Συζητήσεων» το αθηναϊκό φύλλο που έβγαινε τότε καθ' εβδομάδα, όργανο των πολιτικών ιδεών των δύο Δεληγεώργηδων, του Επαμεινώνδα και του Λεωνίδα. Μέσα σ' αυτό το φύλλο παρουσιάζονταν κάποτε, στην εφημερίδα δίνοντας όψη φιλολογικού περιοδικού, δύο νέοι, αγαπημένοι των Μουσών από τους αξιολογώτερους: СКАЧАТЬ