Quo Vadis. Генрик Сенкевич
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Quo Vadis - Генрик Сенкевич страница 21

Название: Quo Vadis

Автор: Генрик Сенкевич

Издательство: Public Domain

Жанр: Зарубежная классика

Серия:

isbn:

isbn:

СКАЧАТЬ από το λίκνον της.

      Ο Βινίκιος ανέπνευσε.

      – Τότε, είπε, σφίγγων τας πυγμάς, οι Άουλοι είναι.. και δυστυχία εις αυτούς!

      – Ό,τι συνέβη, συνέβη με την θέλησιν της Λιγείας. Ο Άουλος Πλαύτιος ήλθεν εδώ σήμερον το πρωί, είπεν η Ακτή. Δεν ημπόρεσε να με ίδη, επειδή ήμην πλησίον του ασθενούς παιδίου και μοι έγραψε λέξεις τινάς επί πινακίδος. Γνωρίζει ότι η Λίγεια του είχεν αφαιρεθή κατ' επιθυμίαν σου και του Πετρωνίου και εγνώριζεν ότι θα εστέλλετο αύτη πλησίον σου και σήμερον το πρωί επήγεν εις την οικίαν σου, όπου οι άνθρωποί σου του είπον τι συνέβη.

      Και τω έδειξε την πινακίδα, την οποίαν είχεν αφήσει ο Άουλος.

      Ο Βινίκιος ανέγνωσε την επιστολήν και έμεινεν άφωνος επί τινας στιγμάς. Και μετ' ολίγον:

      – Ήξευρες ότι ήθελε να φύγη; ανέκραξεν ο Βινίκιος.

      – Ήξευρα, ότι δεν θα συγκατένευε να μεταβή εις την οικίαν σου διά να γίνη παλλακίς σου.

      – Και συ, τι υπήρξες εις όλην την ζωήν σου;

      – Εγώ ήμην δούλη.

      Ο Βινίκιος ελύσσα εξ οργής· ο Καίσαρ του είχε προσφέρει δώρον την Λίγειαν· θα την ανεκάλυπτε· και αν ακόμη εκρύπτετο υπό την γην. Ναι! θα εγίνετο παλλακίς του.

      Ανυπομονούσα η Ακτή υπέλαβε:

      – Πρόσεξε μη την χάσης διά παντός, την ημέραν καθ' ην την ανεύρη ο

      Καίσαρ.

      – Τι λέγεις!.

      – Άκουσε, Μάρκε! Χθες, εις τους κήπους η Λίγεια και εγώ συνηντήσαμεν την Ποππέαν και την μικράν Αυγούσταν, την οποίαν εβάσταζεν η Λίλιθ, η αιθιοπίς. Την εσπέραν, το παιδίον ησθένησε, και η Λίλιθ ισχυρίζεται ότι η ξένη θα το εμάγευσεν ή θα το εβάσκανεν. Εάν η μικρά αναρρώση, θα λησμονήσουν· αν όχι, η Ποππέα πρώτη θα κατηγορήση την Λίγειαν επί μαγεία, και τότε, όταν την ανεύρουν, δεν θα υπάρχη πλέον σωτηρία δι' αυτήν.

      Επηκολούθησε μικρά σιγή· είτα ο Βινίκιος είπε:

      – Πιθανόν να εμάγευσε την μικράν.. όπως και εμέ επίσης.

      – Η Λίλιθ επαναλαμβάνει, ότι το παιδίον ήρχισε να κλαίη άμα η Λίγεια μας αντιπαρήλθεν. Αυτό είναι το αληθές! θα ήτο βεβαίως ασθενές από πριν· Ζήτησέ την, Μάρκε· έστω! Αλλά προ της θεραπείας του παιδίου, μη κάμης λόγον περί της Λιγείας. Οι οφθαλμοί της αρκετά έκλαυσαν εξ αιτίας σου.

      – Την αγαπάς, Ακτή; ηρώτησεν ο Βινίκιος με μελαγχολικήν φωνήν.

      Μάλιστα! έμαθα να την αγαπώ, διότι την συνεπάθησα.

      – Την αγαπάς· δεν σου απέδωκε μίσος αντί αγάπης καθώς εις εμέ!

      – Άνθρωπε παράφορε και τυφλέ· εκείνη σε ηγάπα.

      Ο Βινίκιος ανεσκίρτησεν.

      – Δεν είναι αληθές!

      Η Ακτή, η τόσον προσηνής συνήθως, ηγανάκτησε και αυτή και του είπε να σκεφθή, πώς είχε δοκιμάσει να την προσελκύση; Αντί να υποκλιθή ενώπιον της Πομπωνίας και του Αούλου, και να την ζητήση από αυτούς, την είχεν αρπάσει εξαπίνης από τους γονείς της τους θετούς. Ήθελε να την κάμη όχι σύζυγον, αλλά παλλακίδα, αυτήν, θυγατέρα βασιλέως. Είχε πλήξει τους αθώους οφθαλμούς της εις το θέαμα των οργίων. Είχε λησμονήσει τι ήτο ο οίκος των Αούλων, ποία ήτο η Πομπωνία, η θετή μήτηρ της Λιγείας; Δεν είχεν εννοήσει ότι η αθώα СКАЧАТЬ