Название: Quo Vadis
Автор: Генрик Сенкевич
Издательство: Public Domain
Жанр: Зарубежная классика
isbn:
isbn:
Επανήλθε περί το λυκαυγές και εξαπλωθείς επί τινος ανακλίντρου εις το άτριον ήρχισε να σκέπτεται συγκεχυμένως με ποία μέσα θα ηδύνατο να ανεύρη και να συλλάβη την Λίγειαν.
Να παραιτηθή αυτής, να την χάση οριστικώς, του εφαίνετο αδύνατον, και εις μόνην την σκέψιν ταύτην η λύσσα έπνιγε την καρδίαν του. Τέλος του επήλθε μία ιδέα ως αστραπή· ουδείς άλλος ειμή ο Άουλος θα ήξευρε πού εκείνη εκρύπτετο. Εάν δεν του την απέδιδε, θα επήγαινε προς τον Καίσαρα, θα κατηγόρει επί απειθεία τον γηραιόν πολέμαρχον, και θα επετύγχανε κατ' αυτού απόφασιν θανάτου.
Αίφνης η καρδία του έπαυσε να πάλλη εις μίαν υπόνοιαν τρομεράν, ήτις του επήλθεν.
– Αν ήτο αυτός ο Καίσαρ όστις ήρπασε την Λίγειαν;
Όλος ο κόσμος εγνώριζεν, ότι ο Καίσαρ συχνά εζήτει διά νυκτερινών επιθέσεων να ποικίλλη την μονοτονίαν του. Αυτός ο Πετρώνιος ελάμβανε μέρος εις τα παιγνίδια ταύτα. Ο σκοπός ήτο κυρίως να συλλαμβάνωσιν ωραίας νεανίδας, τας οποίας να αναγκάζωσι κατόπιν να πηδώσιν επί χλαμύδος στρατιώτου μέχρι λιποθυμίας. Ο Νέρων ωνόμαζε τας εκδρομάς ταύτας «η αλιεία των μαργαριτών», διότι συνέβαινε να αλιεύωσιν αληθή τινα μαργαρίτην χάριτος και νεότητος.
Τότε έστελλε τον μαργαρίτην εις το Παλατίνον ή εις μίαν των αναριθμήτων επαύλεων του Καίσαρος, ή την παρεχώρει εις ένα των εταίρων. Το τοιούτον δυνατόν να συνέβη εις την Λίγειαν.
Εάν ούτως είχε το πράγμα, η Λίγεια ήτο χαμένη διά παντός. Ηδύνατό τις να την αποσπάση από άλλας χείρας, αλλ' όχι από τας χείρας εκείνας. Τώρα ενόει μέχρι ποίου βαθμού ήτο προσφιλής. Καθώς ο άνθρωπος ο πνιγόμενος αναπολεί αστραπιαίως όλον το παρελθόν του, ο Βινίκιος ανεπόλησε την Λίγειαν. Την έβλεπεν, ήκουεν έκαστον των λόγων της. Την έβλεπε παρά το χείλος της κρήνης και εις την οικίαν των Αούλων και εις το συμπόσιον. Την ησθάνετο πλησίον του, ησθάνετο το άρωμα της κόμης της, ενεθυμείτο το ηδυπαθές των ασπασμών του, με τους οποίους εις το συμπόσιον εκείνο είχε κατακαλύψει τα αθώα χείλη της. Και όταν ανελογίζετο ότι θα την απήλαυεν ο Νέρων, επνίγετο από λύσσαν τόσον τρομεράν, ώστε επεθύμει να κτυπήση την κεφαλήν του εις τον τοίχον.
Μόνη η σκέψις της εκδικήσεως του παρείχον ανακούφισίν τινα.
«Θα είμαι ο Κάσσιος Χαιρέας σου», επανελάμβανεν. Έλαβεν ολίγον χώμα από τα ανθοδοχεία, και έκαμε φοβερόν όρκον εις την Εκάτην, τον Έρεβον και τους Εφεστίους θεούς, ότι θα ελάμβανεν εκδίκησιν κατά του Νέρωνος. Τουλάχιστον τώρα είχε λόγους να ζήση.
Μετέβη εις το Παλατίνον, όπου κατ' αρχάς θα έβλεπε την Ακτήν· ίσως από αυτήν θα εμάνθανε κάτι.
Εις την είσοδον ο φρουρός εκατόνταρχος προσεμειδίασεν αυτώ φιλικώς.
– Χαίρε, ευγενή τριβούνε! είπε: Εάν η επιθυμία σου είναι να υποβάλης τα σέβη σου εις τον Καίσαρα, ακαίρως έρχεσαι, και δεν ηξεύρω μάλιστα αν θα δυνηθής να τον ίδης.
– Τι συμβαίνει; ηρώτησεν ο Βινίκιος.
– Η μικρά Αυγούστα ησθένησεν αιφνιδίως. Ο Καίσαρ και η Αυγούστα ευρίσκονται πλησίον της μετά ιατρών. СКАЧАТЬ