ΑΠΟΔΟΣΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ. Saša Robnik
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу ΑΠΟΔΟΣΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ - Saša Robnik страница 5

СКАЧАТЬ του. Ανοίγει η μπροστινή πόρτα. Ο μπαμπάς με προσπερνά, δεν με βλέπει και αφήνει μία δυσοσμία κάρβουνου κι αιθάλης. Παίρνω το μαχαίρι.

      Δεν πήγε στο μπάνιο να πλυθεί, όπως κάνει πάντα όταν γυρίζει από τη δουλειά, αλλά πήγε κατευθείαν στην κουζίνα. Δεν είχε μαζί του καν τα δώρα που υποσχέθηκε. Σίγουρα τα άφησε στο Fiat. Τώρα, η μαμά θα τον μαλώσει που μπήκε στην κουζίνα με βρόμικα ρούχα.

      Τον ακολουθώ κι ακούω τη μαμά να λέει:

      – «Πήγαινε να πλυθείς, γιατί μπαίνεις έτσι μέσα;»

      Ο πατέρας δεν απαντά. Συνεχίζει:

      – «Είσαι μεθυσμένος; Για όνομα του Θεού, ο θείος θα έρθει σε λίγο κι εσύ...»

      Δεν τελείωσε την πρότασή της. Ο πατέρας την πιάνει από το κεφάλι και χτυπάει το κεφάλι της στο τραπέζι. Η έκφραση του είναι σκληρή σαν πέτρα και τα μάτια του μαύρα σαν το κάρβουνο που ξεθάβει.

      Η αδερφή μου αρχίζει να ουρλιάζει. Ο Έλβις τραγουδά για στοργή και αγάπη.

      Τρομοκρατημένος, δεν φεύγω από την κουζίνα και δεν μπορώ να πιστέψω στα μάτια μου, σαν ένα όνειρο που οι σκηνές του εκτυλίσσονται μπροστά μου. Ο πατέρας συνεχίζει, το κεφάλι της μαμάς είναι γεμάτο αίματα κι όταν το τραβάει και το χτυπά ξανά, βλέπω ότι το πρόσωπό της δεν υπάρχει πια. Εξαφανίστηκε στη λίμνη αίματος στο τραπέζι. Η αδερφή μου συνεχίζει να ουρλιάζει και να καλύπτει τα μάτια της.

      Αφήνει τη μητέρα που πέφτει σαν ένα χαλί από τον φούρνο και στρέφεται προς την αδερφή μου. Ανασυγκροτούμαι, ανακτώ και πάλι τη δύναμη των ποδιών μου, περπατώ προς αυτόν προς την κουζίνα και φωνάζω «Σε παρακαλώ, μπαμπά, σταμάτα!».

      Ο επαναλαμβάνω αμέτρητες φορές, αλλά ο μπαμπάς δεν ακούει. Αρπάζει την αδερφή μου, τη σηκώνει πάνω από το κεφάλι του και τη ρίχνει στο πάτωμα της κουζίνας με όλη του τη δύναμη.

      Ο τρόμος έχει χαραχτεί για πάντα στη συνείδησή μου.

      Η αδερφή μου κείτεται στο πάτωμα σαν τις κούκλες της. Τα μάτια της είναι ανέκφραστα, φαίνεται ότι η ζωή φεύγει από μέσα της. Βγαίνει αίμα από τα αυτιά της. Ο μπαμπάς γονατίζει και τη βαράει με τη γροθιά του. Σηκώνει τη γροθιά και χτυπά ξανά.

      Η πλάτη του είναι γυρισμένη προς εμένα, νιώθω το βάρος του μαχαιριού στο χέρι μου, τα πόδια μου κινούνται και χώνω τη λεπίδα στην πλάτη του. Δεν νιώθει τη σουβλιά, συνεχίζει να χτυπάει την αδερφή μου χωρίς να υπολογίζει εμένα και την πληγή που του έκανα. Τον μαχαιρώνω και πάλι, αλλά δεν σταματά να χτυπά το αβοήθητο κορίτσι που η ζωή είχε φύγει ήδη από μέσα της.

      Τελικά, καταρρέει στον λινοτάπητα, δίπλα στο μικροσκοπικό κορμί, νεκρός.

      Το χέρι του θείου μου με αρπάζει, η θεία μου ουρλιάζει κι ο Έλβις τελειώνει το τραγούδι του.

      Μία άλλη γουλιά από το μπουκάλι κατεβαίνει στον λαιμό καθώς δάκρυα κυλούν στο πρόσωπό μου. Δεν θυμάμαι το πρόσωπό της μητέρας μου, ούτε της αδερφής μου, αλλά θυμάμαι κάθε στιγμή εκείνης της νύχτας που τραγουδούσε ο Έλβις αυτό το τραγούδι.

      Σκούπισα τα δάκρυα που δεν είχα σκουπίσει εδώ και δεκαετίες. Τα τελευταία κύλησαν όταν ικέτευa τον πατέρα μου να σταματήσει. Η ζωή στο ορφανοτροφείο СКАЧАТЬ