Название: ΑΠΟΔΟΣΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Автор: Saša Robnik
Издательство: Tektime S.r.l.s.
Жанр: Современная зарубежная литература
isbn: 9788835421535
isbn:
Στέκεται δίπλα στο πλυντήριο, με γυρισμένη την πλάτη. Μέσα στους ατμούς δεν μπορώ να δω τι κάνει με τα χέρια του και μέσα στο νερό δεν μπορώ να ακούσω αν ψιθυρίζει. Πάντα ψιθυρίζει, δεν μιλάει δυνατά.
Στην κουζίνα, βάζω ένα σφηνάκι για συντροφιά μέχρι να ετοιμάσω το δείπνο. Η τηλεόραση φωτίζει το δωμάτιο όπου δεν ανάβω τα φώτα. Νιώθω πιο άνετα στο σκοτάδι όπως κι αυτός, νομίζω. Κρύβεται στις σκιές οπότε δεν μπορώ να τον δω, ακόμα κι όταν θέλει να γίνει ορατός.
Όπως κόβω το κρέας με ένα μεγάλο, κοφτερό μαχαίρι, μία στιγμή απροσεξίας είναι αρκετή για να ματώσει το δάχτυλό του. Καταριέμαι και το βάζω κάτω από κρύο νερό. Μία γραμμή αίματος έχει κολλήσει στο μαχαίρι.
Δεν υπήρχε νερό εκείνη τη νύχτα για να ξεπλύνει το αίμα. Η πισίνα αίματος ήταν στην κουζίνα κι ήταν εκεί στην πισίνα, όλα τους. Κούνησα το κεφάλι μου για να διώξω αυτές τις σκέψεις, έβαλα τσιρότο στο δάχτυλο, έβαλα άλλο ένα σφηνάκι και συνέχισα να φτιάχνω το κρέας. Κάθε κόψιμο μού υπενθυμίζει τις πληγές που είδα και προκάλεσα.
Άζρα. Διαβολικό. Αυτός.
Τελείωσα το ποτό μου κι έβαλα άλλο ένα.
Δεν ήμουν ποτέ στο ορυχείο, παρά τις εκκλήσεις στον πατέρα μου. Μπορούσε να προβλέψει το μυστικό του Άζρα και γι' αυτό δεν με πήγαινε εκεί, τώρα το ξέρω. Οι ανθρακωρύχοι το αντιλαμβάνονταν αυτό και ήθελα ελέγξω το ορυχείο μετά την επίσκεψή τους και τη σύντομη συζήτηση στο τραπέζι.
Και τώρα πίνω από το μπουκάλι.
Καταραμένο Fiat. Από όλα τα συνεργεία στη Σερβία, διάλεξε το δικό μου. Το Άζρα τον οδήγησε για να μου το θυμίσει. Μετά από μία ακόμη γουλιά, βάζω το κρέας στον φούρνο και πάω το πιάτο για σνακ στο δωμάτιο. Η τηλεόραση δείχνει το πρόγραμμα της Πρωτοχρονιάς, όπως εκείνη τη μέρα. Τελετουργικό και πομπώδες.
Αντί για βαρετούς παρουσιαστές και μισόγυμνες τραγουδίστριες παραδοσιακής μουσικής, είδα τους φίλους του μπαμπά στο τραπέζι, τη μαμά στην κουζίνα και η μικρή μου αδερφή μου στην κούνια. Σε άλλα κανάλια, οι ίδιες εικόνες από τις αναμνήσεις μου αναμειγνύονται με τις εκπομπές της νέας χρονιάς. Σηκώνομαι και πάω να δω το κρέας, δεν θα είναι σύντομα έτοιμο. Θέλω να φάω, να μεθύσω, να ξαπλώσω και να πέσω σε λήθη. Πριν τα μεσάνυχτα.
Από τα διπλανά διαμερίσματα, ακούω γέλιο και μουσική. Όλα γύρω μου, κι εγώ, σαν καταραμένος, κάθομαι μόνος με ένα μπουκάλι αλκοόλ, τους δαίμονες μου και τις απαίσιες αναμνήσεις εκείνης της νύχτας οπότε πίνω άλλη μία γουλιά κι απολαμβάνω το υγρό που φωτίζει τον λαιμό μου και ζεσταίνει την κοιλιά μου.
Μία σκιά γυρίζει μπροστά μου. Αυτός.
Τον βλέπω να περπατάει στον διάδρομο με κατεβασμένο το κεφάλι.
– «Πού πας, μπαμπά; Είδες το Fiat σου τώρα τελευταία;» ρωτάω κοροϊδευτικά.
Στέκεται στο πλατύσκαλο. Πίνω μία άλλη γουλιά και συνεχίζω:
– «Έχει ακόμα εκείνο το αυτοκόλλητο κάτω από το ραδιόφωνο που μου αγόρασες από το μίνι μάρκετ».
Δεν κουνιέται κι αρχίζει να δαγκώνει τα δάχτυλά του.
Οι πρώτες συγχορδίες СКАЧАТЬ