Название: Κριτήριο Λάιμπνιτς
Автор: Maurizio Dagradi
Издательство: Tektime S.r.l.s.
Жанр: Героическая фантастика
isbn: 9788873043188
isbn:
Η Ταβέρνα Ole Sinner βρισκόταν σε μια κατά τα άλλα άσημη γειτονιά που οριοθετούσε τη μία πλευρά ενός μικρού και αμυδρά φωτισμένου δρόμου. Ένα κίτρινο φως έδειχνε την είσοδο του μαγαζιού και μία σανίδα με χοντρά γράμματα, βαθιά σκαλισμένα, ήταν ακουμπισμένη στα αριστερά της πόρτας. Η επιγραφή ήταν βαμμένη σε σκούρο κόκκινο χρώμα, λίγο φθαρμένο από το χρόνο, όπως ήταν και η σανίδα που κάθε μέρα μετακινούνταν για να σκουπιστεί το πεζοδρόμιο, και στη συνέχεια έμπαινε και πάλι στη θέση της. Εξωτερικά, η εμφάνιση ήταν του δέκατου ένατου αιώνα. Ένας μεγάλος χάλκινος δακτύλιος ήταν κολλημένος στο μασίφ ξύλο της πόρτας και έδινε την εντύπωση ότι κάποιος έπρεπε να τον χτυπήσει, για να ανοίξει. Ωστόσο, αυτό δεν ίσχυε. Πριν φτάσουν οι τρεις άνδρες στην είσοδο, η πόρτα άνοιξε από έναν σερβιτόρο με ποδιά και μουστάκι σε στυλ Βιομηχανικής Επανάστασης. Τους υποδέχτηκε φιλικά και τους πήγε αμέσως σε ένα ελεύθερο τραπέζι. Ο Σουλτς κι ο Καμαράντα εξεπλάγησαν, αλλά Ντρου τους εξήγησε αμέσως το κόλπο.
<Υπάρχει ένα φωτοκύτταρο πάνω από την πόρτα. Όταν κάποιος έρχεται σε λιγότερο από τρία μέτρα απόσταση από την είσοδο, το φωτοκύτταρο χτυπά ένα καμπανάκι στο εσωτερικό και ο σερβιτόρος έρχεται να ανοίξει. Είναι πάντα σε κίνηση και συνήθως προλαβαίνει, αλλιώς τον βρίσκεις ακριβώς μετά το κατώφλι να σε καλωσορίζει. Ξέρετε, είναι ωραίο να είναι σε δέχονται με προθυμία>.
Οι συνάδελφοί του συγκατένευσαν ζωηρά, καθώς κάθονταν στις θέσεις τους. Σε έναν κόσμο όπου ο ατομικισμός είχε γίνει η κυρίαρχη φιλοσοφία, στην οποία η έλλειψη ενδιαφέροντος για τον πλησίον ήταν καθημερινές πρακτικές και ο σεβασμός για τον άλλον ούτε καν διδασκόταν στα παιδιά, το να βρίσκεις ένα μέρος στο οποίο χαίρονταν με την άφιξή σου και σε περιποιούνταν με ζήλο, σου άνοιγε την καρδιά.
Ο Ντρου χαμογέλασε ευχαριστημένος, βλέποντας τους συναδέλφους του να παίρνουν ικανοποιημένοι το μενού. Εκείνος πήρε τον κατάλογο με τις μπύρες αν και ήδη ήξερε τι θα παρήγγελλε.
<Τι προτείνεις, Ντρου;> ρώτησε ο Σουλτς, που είχε βολευτεί για τα καλά στη βαριά, ξύλινη καρέκλα. Πρέπει να πεινούσε πολύ.
Ο Καμαράντα διάβαζε τον κατάλογο, στενεύοντας λίγο τα μάτια στο απαλό φως της ταβέρνας.
<Τι προτείνεις, λοιπόν; Είσαι ο οικοδεσπότης, εδώ>, είπε κι ο Ινδός.
<Εγώ έχω ήδη φάει, έτσι θα πάρω μια ωραία μπύρα. Για εσάς προτείνω μία ωραία μπριζόλα Μπαλμόραλ, που είναι μπριζόλα τηγανητή με μανιτάρια, ουίσκι, κρέμα γάλακτος και διάφορα μπαχαρικά. Είναι νόστιμη και πολύ χορταστική>.
Οι δυο τους αναζήτησαν το πιάτο στο μενού και διάβασαν τη λεπτομερή περιγραφή.
<Ναι, δεν το συζητάμε>. Ο Καμαράντα ήταν ο πρώτος που ενέκρινε. Ο Σουλτς συγκατένευσε πεπεισμένος και έκλεισε το μενού, τοποθετώντας το στο πλάι.
<Θα πάρω μία old ale>, δήλωσε ο Ντρου. <Είναι μαύρη, με βύνη και περίπου 6% αλκοόλ. Νομίζω ότι είναι ιδανική και για τα πιάτα σας>.
Ο СКАЧАТЬ