Κριτήριο Λάιμπνιτς. Maurizio Dagradi
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Κριτήριο Λάιμπνιτς - Maurizio Dagradi страница 66

Название: Κριτήριο Λάιμπνιτς

Автор: Maurizio Dagradi

Издательство: Tektime S.r.l.s.

Жанр: Героическая фантастика

Серия:

isbn: 9788873043188

isbn:

СКАЧАТЬ τον σταμάτησε η Τιμορίνα, βάζοντας τον δείκτη της στα χείλη του, γνέφοντάς του να είναι σιωπήσει. Σηκώθηκε και περπάτησε προς το ταμείο. Έκανε γρήγορα για να προχωρήσει και να πληρώσει τον λογαριασμό.

      Περίπου μία ώρα αργότερα, ήταν περίπου 8:30 το βράδυ, τα ρούχα τους ήταν πεταμένα διάσπαρτα στο πάτωμα, γύρω από το κρεβάτι του Κλιφ, και η Τιμορίνα έχανε την παρθενία της.

      Καθώς θυμόταν εκείνη τη μοιραία νύχτα, πριν από λίγους μήνες, η Τιμορίνα αισθανόταν ηλεκτρισμένη, αλλά φρόντιζε να μην το δείξει στον αδελφό της. Βασικά, είχε πει την αλήθεια για το μουσείο, για τη ζωγραφική, για τις τεχνικές συζητήσεις. Η μόνη αλλαγή ήταν ο ενδιαφερόμενος. Προς το παρόν, επανέλαβε στον εαυτό της, θα το κρατούσε για τον εαυτό της. Αργότερα, ίσως, αν τα πράγματα ήταν πιο σταθερά, θα του το έλεγε.

      Σηκώθηκε και άρχισε να καθαρίζει το τραπέζι. Ο Ντρου βοήθησε και στη συνέχεια πήγε στην πολυθρόνα του. Ήταν έτοιμος να καθίσει, όταν άλλαξε γνώμη.

      <Άκου, σε πειράζει να πάω να πιω μια μπύρα;>

      <Φυσικά να πας. Μην γυρίσεις πολύ αργά. Και μην πιεις πάρα πολύ>, τον προειδοποίησε.

      <Μείνε ήσυχη>, της απάντησε τρυφερά.

      Ο Ντρου πήγε στο δωμάτιό του και φόρεσε, γρήγορα, σπορ ρούχα. Κατέβηκε και χαιρέτησε την αδελφή του.

      <Τα λέμε αργότερα. Γεια>.

      <Γεια>.

      Η πόρτα είχε μόλις κλείσει πίσω από τον Ντρου κι η Τιμορίνα είχε ήδη καθίσει στην πολυθρόνα. Με ένα χαμόγελο που κάλυπτε όλο της το πρόσωπο, σήκωσε το ακουστικό και κάλεσε έναν αριθμό.

      Τηλεφωνούσε στον Κλιφ.

      Ο Ντρου περπάτησε χαρούμενος προς την αγαπημένη του μπυραρία. Ήταν σε ένα σοκάκι που δεν απέχει πολύ από το Πανεπιστήμιο και, μερικές φορές, πήγαινε να πάρει μία ανάσα σε εκείνο το περιβάλλον από παλαιό ξύλο, με τους σκληρούς πάγκους και τις τεράστιες αντλίες μπύρας. Του άρεσε εκείνος ο παλιομοδίτικος κόσμος, με τον χαμηλό φωτισμό και τα ζεστά χρώματα του χτες. Οι πελάτες ήταν κυρίως ηλικιωμένοι άνδρες, όπως ο ίδιος, αλλά έβρισκε και νεαρά ζευγάρια που ήξεραν να απολαμβάνουν μία καλή μπύρα με τον σωστό τρόπο και στο σωστό μέρος.

      Ο αέρας ήταν δροσερός, ίσως και ψυχρός εκείνη την ώρα, και ο Ντρου τον εισέπνευσε βαθιά και αισθανόταν πιο αναζωογονημένος σε κάθε βήμα. Αγαπούσε το Μάντσεστέρ του, ήταν μέρος αυτής της πόλης και αισθανόταν ότι κι η πόλη ήταν μέρος του εαυτού του.

      Και τι τον έκανε να βρει, τώρα, το Μάντσεστερ του;

      Λοιπόν: τον Σουλτς, ο οποίος ερχόταν προς το μέρος του και κοιτούσε γύρω του, κάπως συγχυσμένος και περπατώντας με ασταθές βήμα. Όταν πέρασε κάτω από το φως του δρόμου, η φιγούρα του, σαν πολεμιστής του τευτονικού στρατού, ξεπρόβαλε μέσα από το σκοτάδι σαν να ήταν ντροπαλός κάτοικος του σκότους, και στη συνέχεια εξαφανίστηκε στο σκοτάδι μετά από λίγα μέτρα.

      Ο Ντρου γέλασε, διασκεδάζοντας, βρίσκοντας αστεία τη σκηνή. Κούνησε το χέρι του και τον κάλεσε.

      <Ντίτερ, φίλε μου!>

      Ο Σουλτς τον κοίταξε με έντονο βλέμμα.

      <Ω! Ντρου!>, απευθύνθηκε σε εκείνον, αναγνωρίζοντάς СКАЧАТЬ