Κριτήριο Λάιμπνιτς. Maurizio Dagradi
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Κριτήριο Λάιμπνιτς - Maurizio Dagradi страница 44

Название: Κριτήριο Λάιμπνιτς

Автор: Maurizio Dagradi

Издательство: Tektime S.r.l.s.

Жанр: Героическая фантастика

Серия:

isbn: 9788873043188

isbn:

СКАЧАТЬ πήγαιναν σε έναν φανταστικό κόσμο, που όμως ήταν τόσο ρεαλιστικός. Οι Ιάπωνες είχαν μία ιδιαίτερη ευαισθησία με τις εναλλαγές, τις λεπτομέρειες κι ένα ανώτερο επίπεδο ενδοσκόπησης. Ιδίως οι γυναίκες ακούν συνεχώς και αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον, με έναν βαθύτερο τρόπο. Η Μιντόρι ήταν μία φοιτήτρια φιλολογίας ερωτευμένη με τον Νομπόρου, έναν νεαρό ψαρά που ζούσε σε ένα χωριό 100 χιλιόμετρα μακριά. Είχαν γνωριστεί σε ένα πάρκο, την προηγούμενη χρονιά, στις εκδηλώσεις της άνθησης των κερασιών15 κι είχαν ερωτευτεί παράφορα. Κάθε σκέψη της ήταν και δική του. Είχαν ανακαλύψει ότι καταλάβαιναν ο ένας τον άλλο τόσο βαθιά, που πλέον θεωρούσαν ότι ήταν το ίδιο άτομο που δεν μπορούσε να διαχωριστεί. Ο Νoμπόρου, έκανε μία δύσκολη δουλειά. Έβγαινε με τη βάρκα μέσα στη βαθιά νύχτα με τους φίλους του, για να ψαρέψει, και η θάλασσα ήταν συχνά ταραγμένη. Ένας από τους νεαρούς είχε πέσει μία φορά από τη βάρκα. Φώναζε, μέσα στο σκοτάδι, αλλά εκείνοι δεν μπορούσαν να τον δουν. Έριξαν διάφορα σωσίβια προς τη φωνή, αλλά με το κάθε κύμα η φωνή απομακρυνόταν όλο και πιο πολύ. Μέχρι που σιώπησε. Μόνο ο αδιάφορος βίαιος παφλασμός των κυμάτων στα πλάγια της βάρκας και ένα δίχτυ ριγμένο στη σκοτεινή θάλασσα.

       Σε νιώθουμε κοντά μας, Ριού,

      σε νιώθουμε κοντά μας.

      Κάθε βράδυ, θα σε επισκεπτόμαστε στη σκοτεινή θάλασσα,

      και θα ξέρουμε ότι μας περιμένεις εκεί

      με τα δυνατά σου χέρια..

      Θα ανέβεις στη βάρκα σαν τον αφρό της θάλασσας

       και δίπλα μας, μαζί μας θ a τραβάς τα δίχτυα,

      όπως εκείνες τις νύχτες παλιά,

      όταν τα μάτια και το χαμόγελό σου

      μας έκαναν να αντιμετωπίζουμε ευτυχισμένοι την καταιγίδα.”

      Ο Νομπόρου είχε γράψει αυτή την ελεγεία για τον χαμένο φίλο του και την είχε αναφέρει σε ένα από τα πολλά γράμματα που είχε στείλει στην Μιντόρι. Εκείνη είχε κλάψει, για εκείνον, για τον Ριού, παρόλο που δεν τον είχε γνωρίσει ποτέ. Ο Νομπόρου ήταν ποιητής, μία γλυκύτατη και ευαίσθητη ψυχή, αλλά η ζωή που έκανε δεν του επέτρεπε να εκφράζει το ταλέντο του, όπως του άξιζε.

      Έκλαιγε και για την ίδια, κόρη μίας εύπορης οικογένειας, με δυνατότητα να σπουδάσει και να ταξιδέψει, αλλά που ήταν αναγκασμένη να κρύβει τη σχέση της, γιατί οι γονείς της δεν θα δέχονταν ποτέ να παντρευτεί έναν φτωχό ψαρά. Ο Νομπόρου δεν είχε οικογένεια. Μόλις γεννήθηκε, τον εγκατέλειψαν σε ένα ορφανοτροφείο, μέχρι που μεγάλωσε αρκετά για να μπορέσει να δουλέψει. Η οικονομία του χωριού στο οποίο ζούσε βασιζόταν στην αλιεία και το να εργαστεί ως ψαράς, ήταν το αναπόφευκτο πεπρωμένο του. Δεν μπορούσε να της τηλεφωνήσει, γιατί θα τα καταλάβαιναν όλα οι γονείς της Μιντόρι. Έτσι, της έγραφε γράμματα που τα έστελνε σε μία συμμαθήτριά της, που της τα έδινε και μετά έστελνε εκείνα που προορίζονταν για εκείνον.

      Την ημέρα που συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο πάρκο, ένα σπουργίτι τριγύριζε δίπλα τους, χτυπώντας με το ράμφος του το έδαφος και παρατηρώντας τους πότε-πότε. Η Μιντόρι είχε πειστεί εκείνη τη στιγμή СКАЧАТЬ