Κριτήριο Λάιμπνιτς. Maurizio Dagradi
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Κριτήριο Λάιμπνιτς - Maurizio Dagradi страница 20

Название: Κριτήριο Λάιμπνιτς

Автор: Maurizio Dagradi

Издательство: Tektime S.r.l.s.

Жанр: Героическая фантастика

Серия:

isbn: 9788873043188

isbn:

СКАЧАТЬ πάνω κάτω με τα μάτια της να έχουν γυρίσει και το στόμα να είναι μισάνοιχτο. Ένας ελαφρύς αναστεναγμός συνόδευε την ολοκλήρωση κάθε κατάβασης, μέχρι που άρχισε να επιταχύνει τον ρυθμό, όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα, χτυπώντας όλο και πιο έντονα πάνω του, με τον αναστεναγμό να γίνεται ένα υπόκωφο «Ωωω!», με κάθε χτύπημα. Όταν τα χτυπήματα έγιναν άγρια ανεξέλεγκτα, με το κορμί της Σίνθια τεντωμένο μέχρι που είχε σπασμούς και καλύφθηκε με ιδρώτα, έλυσε τα σταυρωμένα χέρια της και έβγαλε μία διαπεραστική κραυγή, βασανιστική και παρατεταμένη, ενώ το κορμί της τεντωνόταν και συρρικνωνόταν στον ρυθμό του οργασμού, όλο και λιγότερο συντονισμένα.

      Η συμμετοχή του ΜακΚίντοκ σε εκείνη την επίδοση ήταν ελάχιστη. Ποτέ στην ζωή του δεν είχε δει κάτι τέτοιο. Δεν ήξερε, καν, ότι μία γυναίκα μπορούσε να το κάνει όλο αυτό.

      Η Σίνθια ηρέμησε, ο οργασμός τελείωσε και η ανάσα επανήλθε στα κανονικά της επίπεδα. Τον κοίταξε στο πρόσωπο με μάτια που έβγαζαν αστραπές και του έδωσε ένα δυνατό χαστούκι στο αριστερό μάγουλο.

      <Μαλάκα!> φώναξε, μετά απομακρύνθηκε από εκείνον, κατέβηκε στο κρεβάτι κι αποκοιμήθηκε αμέσως.

      Ο ΜακΚίντοκ δεν κινήθηκε καθόλου και παρέμεινε ντροπιασμένος να κοιτά το ταβάνι, με το μάγουλό του να καίει σαν αναμμένο κάρβουνο.

      Είχε εκσπερματίσει, μόλις άρχισε να επιταχύνει η Σύλβια.

      Βαθιά νύχτα.

      Η Σίνθια κοιμόταν ελαφριά και ξύπνησε αμέσως, όταν το κεφάλι της συνειδητοποίησε την αλλαγή του ήχου στο βάθος. Μέχρι τώρα, το δωμάτιο ήταν πολύ ήσυχο, αλλά τώρα, μία φωνή κάτι μουρμούριζε.

      Γυρίζοντας αργά το κεφάλι της, η Σίνθια αναζήτησε την πηγή εκείνης της φωνής και στο φως που είχε απομείνει είδε τον ΜακΚίντοκ να μιλά στον ύπνο του. Ήταν ακόμη απλωμένος, όπως τον άφησε, φορώντας μόνο το ανοικτό μπουρνούζι και η χροιά της φωνής του όλο και πιο ιδιαίτερη με κάθε λέξη που πρόφερε:

      <Ἄρτεμιν ἀείδω χρυσηλάκατον, κελαδεινήν,παρθένον αἰδοίην, ἐλαφηβόλον, ἰοχέαιραν,αὐτοκασιγνήτην χρυσαόρου Ἀπόλλωνος,ἣ κατ’ ὄρη σκιόεντα καὶ ἄκριας ἠνεμοέσσαςἄγρῃ τερπομένη παγχρύσεα τόξα τιταίνειπέμπουσα στονόεντα βέλη>.

      Η Σίνθια αναγνώρισε τον ομηρικό ύμνο νούμερο 27, με τίτλο «Στην Άρτεμη» και αφιερωμένο στη Θεά.

      Τον ήξερε πολύ καλά, αφού από όλους τους ύμνους που γράφτηκαν προς τιμήν της Αρτέμιδας, αυτός ήταν ο αγαπημένος της.

      Ο ΜακΚίντοκ συνέχιζε απτόητος, σαν να απάγγελνε στο μάθημα:

      <τρομέει δὲ κάρηνα

      ὑψηλῶν ὀρέων, ἰάχει δ’ ἔπι δάσκιος ὕλη δεινὸν ὑπὸ κλαγγῆς θηρῶν, φρίσσει δέ τε γαῖα πόντος τ’ ἰχθυόεις: ἣ δ’ ἄλκιμον ἦτορ ἔχουσα πάντη ἐπιστρέφεται θηρῶν ὀλέκουσα γενέθλην>

      Στην πραγματικότητα, η απαγγελία ήταν έντονη, εκφραστική κι εκείνος συμμετείχε με όλο του το είναι. Στο μυαλό του ΜακΚίντοκ εκείνο το άσμα θα πρέπει να ήταν αποτυπωμένο με όλη την επεξήγηση που του έδινε. Έτσι, СКАЧАТЬ