τόπος ουδ' ιερός δεν πρέπει να φυλάξη δολοφόνον· να έχ' η εκδίκησις δεν πρέπει περιορισμόν.
Αλλά και το νέον τούτο σχέδιον ολίγον έλειψε να ανατρέψουν άλλα απρόβλεπτα συμβάντα· η Οφηλία πνίγεται· ο Κλαύδιος, ο οποίος εκοπίασε τόσον διά να ημερώση την οργήν του Λαέρτου, φοβείται μήπως ο θάνατος της Οφηλίας τον εξαγριώση πάλιν και τον σπρώξη εις φανεράν βίαν εναντίον του Λαέρτου· και μόλις ο Κλαύδιος κατώρθωσε να τον σωφρονίση, νέος παρουσιάζεται κίνδυνος αυτομάτου καταστροφής, η συμπλοκή του Αμλέτου και του Λαέρτου εις τον τάφον της Οφηλίας· αλλά και ο κίνδυνος τούτος απομακρύνεται· ο Αμλέτος συμφιλιόνεται με τον Λαέρτην, δέχεται τον αγώνα της ξιφασκίας, τα πάντα εξωμαλύνθησαν και ο Κλαύδιος απέκτησε την πεποίθησιν ότι πλησιάζει η ποθητή ώρα της ησυχίας·
Της γαλήνης την ώραν σύντομα θα ιδούμε.
Αλλ' αν και εδυνήθη να υπερνικήση τόσας δυσκολίας, να προσπεράση τόσα προσκόμματα, να σωθή από τόσους κινδύνους, πάλιν το τελευταίον τούτο σχέδιόν του, τόσον προνοητικώς διωργανισμένον, παθαίνει φοβεράν στρέβλωσιν και φέρει τελικήν απροσδόκητον λύσιν. Η τελευταία τούτη αποτυχία προέρχεται από στενήν διάνοιαν μη ικανήν να εμβαθύνη εις τα ιδιώματα των άλλων. Το σύνθετον στρατήγημα του Κλαυδίου, το φαρμακωμένο ποτήρι και το φαρμακωμένο ξίφος, ήθελεν επιτύχη, αν ο Αμλέτος ήταν τόσον ανύποπτος και άκακος, αν ο Λαέρτης ήταν τόσον άκαρδος και αχρείος, όσον ενόμισεν ο Κλαύδιος· αλλά ο Αμλέτος ευλόγως υποπτεύεται το ποτήρι οπού του προσφέρει ο δηλητηριαστής του πατρός του· ο Λαέρτης, πρωτόπειρος εις τα εγκλήματα, αισθάνεται την θέλησίν του να κλονίζεται εις την στιγμήν της εκτελέσεως· εις την συνείδησίν του εγεννήθησαν δισταγμοί οι οποίοι απ' αρχής εξασθενίζουν ανεπαισθήτως την ορμήν του εις τον αγώνα, και, όταν προκαλούμενος από τον Αμλέτον αποφασίζει να τον κτυπήση, τον λαβόνει τόσον ελαφρά, ώστε συμβαίνει να ζήση ο Αμλέτος αρκετήν ώραν διά να μάθη τα πάντα από το στόμα της Γελτρούδης και του Λαέρτου, και να προφθάση να θανατώση τον Κλαύδιον με τα δύο φονικά όργανα τα οποία τούτος είχεν επινοήση. Η σατανική μηχανή δεν υπακούει εις την θέλησιν του εφευρέτου, ενεργεί ως τι έμψυχον και αυτόβουλον, και ανοίγει έξαφνα την άβυσσον έμπροσθέν του. Αλλά και εις αυτό το χείλος της αβύσσου ο Κλαύδιος ακόμη ελπίζει, μένει κύριος του εαυτού του, ατάραχος, χάριν της σωτηρίας του· διά να μη προδώση το ήδη σαλευόμενον σχέδιόν του, όταν η Γελτρούδη πίνει από το φαρμακωμένο ποτήρι, δεν επιμένει να την εμποδίση και γίνεται δολοφόνος του μόνου πλάσματος το οποίον αγαπούσε εις τον κόσμον· και όταν ολόκληρον το νέον κακούργημά του εξεσκεπάσθη και ο Αμλέτος τον πληγώνει, ο Κλαύδιος πιάνεται ακόμη σπασμωδικώς από την ζωήν, ζητεί βοήθειαν, ίσως με την μωράν ελπίδα ότι η θανατηφόρος αλοιφή του ξίφους, αφού εβάφη ήδη δύο φοραίς εις το αίμα, του Λαέρτου και του СКАЧАТЬ