Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος. Angelos Vlachos
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος - Angelos Vlachos страница 26

СКАЧАТЬ λοιπόν τολμηρότερος, και κλείων τους οφθαλμούς, ως οι δειλοί ασθενείς οι μέλλοντες να καταπίωσι πικρόν ιατρικόν, επαναλαμβάνει·

      – Ώστε . . . είνε αδύνατον απόψε . . . να λάβωμεν την τιμήν . . . Δεν ηξεύρετε πώς λυπούμαι, κύριε Διευθυντά . . . σας βεβαιόνω . . . μ' έρχεται να σκάσω . . .

      – Α! τίποτε, τίποτε . . . απαντά ψυχρώς ο κ. Παρδαλός, εύχομαι να ήνε περαστικά . . .

      Η Κυρία Παρδαλού ουδέν λέγει. Φυσά μόνον και αερίζεται με το μανδήλιόν της, αισθάνεται δε ακαταμάχητον όρεξιν να εξορύξη τους οφθαλμούς του Κυρίου Σουσαμάκη, όστις τέλος, αφού μάτην προσεπάθησε να προσθέση μερικάς λέξεις, ουδέν άλλο εύρε να είπη, ή μόνον·

      – Καλήν νύκτα σας, . . . μας συγχωρείτε, Κύριε Διευθυντά . . . δεν είνε έτσι;

      Οι δύο σύζυγοι ένευσαν εκ συμφώνου, ως αυτόματα, την κεφαλήν, και ο Σουσαμάκης ανεχώρησε.

      Μετά μικρόν ηκούσθησαν τα ψηλαφώντα όπως ειπείν βήματα του επί της σκοτεινής κλίμακος, ουδείς δε εσυλλογίσθη να φωτίση τον δυστυχή, όπως μη κατρακυλήση τον κατήφορον.

      Ε'

      Ο Δημητράκης και η Φρόσω έμειναν μόνοι.

      Σιωπώσι δε αμφότεροι, και τα διάφορα αισθήματα κυμαίνουσι τας καρδίας των – κατά την φράσιν των τραγικών ποιητών.

      – Τα είδες της λέγει επί τέλους μη δυναμένη πλέον να κρατηθή, μήτε ξεθυμαίνουσα αρκούντως διά μόνου του φυσήματος, η κυρία Παρδαλού. Τα είδες τα; Ορίστε τόρα! Όταν σου έλεγα εγώ να μην πάμε . . .

      – Αι, ματάκια μου, τι θέλεις να κάμη ο άνθρωπος; αφού αρρώστησε η γυναίκα του . . .

      – Αμή δεν αρρώστησε η γυναίκα του; Αυτά είνε διά να τα πιστεύετε σεις οι άνδρες· εμένα όμως δεν με γελά η κυρά Σουσαμάκαινα, κ' έννοια της. Φαντάζομαι εγώ τι θα έτρεξε μεταξύ των· θα τσακώθηκαν πάλι, καθώς συμβαίνει τακτικά μιαν φοράν την εβδομάδα τουλάχιστον, και το τσάκωμά τους ξέσπασε ΄ς το κεφάλι μας αυτήν την φοράν.

      Σημειωτέον ενταύθα, χάριν της περιεργείας των ημετέρων αναγνωστών, ότι η κυρία Παρδαλού εμάντευεν ορθότατα διά της γυναικείας εκείνης οξυνοίας, αφ' ης μάτην αγωνίζονται να κρυβώσι πολλάκις οι άνδρες.

      Η Κυρία Σουσαμάκη έδιωξε της οικίας τα κομισθέντα εκ του ζαχαροπλαστείου αφθόνως γλυκύσματα, δροσιστικά κ. λ., ο Σουσαμάκης έμαθε τούτο κατά την άφιξίν του, και οργισθείς και φρυάξας εβρόντησε κατά της Πασιφάης του όσον επέτρεπον τούτο αι τριάκοντα της προικός του χιλιάδες. Αλλ' η κυρία Σουσαμάκη έπαθε τα νεφρά της, εκτύπησε τους τοίχους διά των χειρών της, το πάτωμα διά των ποδών αυτής και τον Ορέστην διά της παντούφλας της, και εξαπλωθείσα εις την κλίνην της, προσεποιήθη την λιπόθυμον εφ' όσην ώραν ενόμισεν ικανήν, όπως πεισθή ο σύζυγός της, ότι πάσα εσπερινή συναναστροφή ήτο αδύνατος.

      Της καταιγίδος ταύτης είδομεν προ μικρού το αποτέλεσμα παρά τω κυρίω Παρδαλώ.

      Μόλις είχε τελειώσει την φράσιν αυτής η κυρία Φρόσω, και νέος κρότος αμάξης έπαυσε προ της θύρας της οικίας Παρδαλού.

      Ήτο η άμαξα, ην μετά πολλού κόπου κατώρθωσε να εύρη ο ταλαίπωρος Θοδωρής.

      Δεν περιγράφομεν την απελπιστικήν και σπαραξικάρδιον τριωδίαν μεταξύ αμαξηλάτου, ζητούντος СКАЧАТЬ