Ο Αγαθούλης. Voltaire
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Ο Αγαθούλης - Voltaire страница 7

Название: Ο Αγαθούλης

Автор: Voltaire

Издательство: Public Domain

Жанр: Зарубежная классика

Серия:

isbn:

isbn:

СКАЧАТЬ μου χέρι που πρέπει να φιλήσετε, του είπε. Θα ξανάρθω αύριο. Τριφτήτε με την αλοιφή, φάτε, κοιμηθήτε.

      Ο Αγαθούλης, παρ' όλα του τα βάσανα, έφαγε και κοιμήθηκε. Το πρωί η γρηά τούφερε το πρόγευμά του, ξέτασε τη ράχη του, την έτριψε η ίδια με μιαν άλλη αλοιφή· τούφερε κατόπι να γευματίση και το βράδι ξαναγύρισε και τούφερε να δειπνήση. Την μεθαυριανή μέρα τούκαμε τις ίδιες περιποιήσεις.

      – Ποιά είστε, τη ρωτούσε πάντα ο Αγαθούλης. Ποιος σας έδωσε τόση κωλωσύνη; Πώς μπορώ να σας το ανταποδώσω;

      Η αγαθή γριά δεν απαντούσε τίποτε. Το βράδυ ξανάρθε χωρίς να του φέρη να δειπνήση.

      – Ελάτε μαζί μου, του λέγει και μη βγάζετε τσιμουδιά.

      Τον παίρνει από το μπράτσο και βαδίζει μαζί του στην εξοχή ως ένα τέταρτο της λεύγας. Φτάνουν σ' ένα σπίτι μοναχικό τριγυρισμένο από κήπους και κανάλια.

      Η γριά χτυπά μια μικρή θύρα. Ανοίγουν. Οδηγεί τον Αγαθούλη από μια σκάλα κρυφή σε μια χρυσή σάλλα, τον αφήνει πάνω σ' έναν καναπέ από πολύχρωμο μεταξόπανο, κλει την πόρτα και φεύγει. Ο Αγαθούλης νόμιζε, πως ονειρευότανε και του φαινόταν η όλη του προτητερινή ζωή ένα όνειρο θανατερό και η τωρινή στιγμή ένα όνειρο γλυκό.

      Η γριά ξαναφάνηκε σε λίγο. Κρατούσε με κόπο από το μπράτσο μια γυναίκα, που έτρεμε, πούχε ανάστημα μεγαλόπρεπο, κ' έλαμπε ολόκληρη μέσα σε πετράδια κ' ήτανε σκεπασμένη μ' έναν πέπλο.

      – Τραβήχτε αυτόν τον πέπλο, είπε η γριά στον Αγαθούλη.

      Ο νέος πλησιάζει· σηκώνει τον πέπλο με φοβισμένο χέρι. Τι στιγμή! Τι ξάφνισμα! Νομίζει πως βλέπει τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη. Τη βλέπει πραγματικά, ήταν η ίδια. Οι δυνάμεις του παραλυούνε, δε μπορεί να προφέρη λέξη, πέφτει στα πόδια της. Η Κυνεγόνδη πέφτει πάνω στον καναπέ. Η γριά τους χύνει μυρωδιές, αναλαβαίνουν τις αισθήσεις τους, ομιλούν: στην αρχή λένε λέξεις κομμένες, ερωτήσεις κι' απαντήσεις διασταυρούμενες, στενάζουνε, κλαίνε, ξωφωνίζουν. Η γριά τους συμβουλεύει να κάμνουν λιγώτερο θόρυβο και τους αφήνει μόνους.

      – Πώς! Είστε σεις; της λέγει ο Αγαθούλης· ζήτε! Σας ξαναβρίσκω στην Πορτογαλλία! Δε σας εβίασαν λοιπόν; Δε σας ξεκοιλιάσανε, όπως με βεβαίωσε ο φιλόσοφος Παγγλώσσης;

      – Ναι, είπε η ωραία Κυναιγόνδη· αλλά δεν πεθαίνει κανείς πάντα απ' αυτά τα δυο δυστυχήματα.

      – Αλλ' ο μπαμπάς σας και η μαμά σας σκοτωθήκανε;

      – Αυτό είναι πάρα πολύ αληθινό, είπε η Κυνεγόνδη κλαίοντας.

      – Κι' ο αδερφός σας;

      – Τον αδερφό μου τον σκοτώσαν επίσης.

      – Και γιατί βρίσκεστε στην Πορτογαλλία; Και πώς μάθατε, πως ήμουνα κ' εγώ εδώ; Και με τι παράξενη σύμπτωση με φέρατε σ' αυτό το σπίτι;

      – Θα σας τα πω όλ' αυτά, απάντησε η κυρία, μα πρέπει προτύτερα να μου διηγηθήτε ό,τι σας συνέβη μετά απ' το αθώο εκείνο φίλημα, που μου δώσατε, και τις κλωτσιές που λάβατε.

      Ο Αγαθούλης υπάκουσε με βαθύτατο σεβασμό. Και, αν και κουρασμένος, αν και η φωνή του ήταν αδύνατη κ' έτρεμε, αν και η ραχοκοκαλιά του πονούσε ακόμα λίγο, της διηγήθηκε με τον πιο απροσποίητο τρόπο ό,τι του συνέβη από τη στιγμή του αποχωρισμού τους. Η Κυνεγόνδη ύψωνε τα μάτια СКАЧАТЬ