Quo Vadis. Генрик Сенкевич
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Quo Vadis - Генрик Сенкевич страница 6

Название: Quo Vadis

Автор: Генрик Сенкевич

Издательство: Public Domain

Жанр: Зарубежная классика

Серия:

isbn:

isbn:

СКАЧАТЬ το παιγνίδιον της σφαίρας, και αφού περιεπάτησαν ολίγον, εκάθησαν επί τινος βάθρου παρά το μικρόν ιχθυοτροφείον.

      Αλλά μετ' ολίγον ηγέρθη το παιδίον διά να υπάγη προς αλιείαν.

      Και ο Βινίκιος ήρχισε συνδιάλεξιν με την Λίγειαν.

      – Ναι, έλεγε με χαμηλήν φωνήν και τρομώδη, μόλις είχον αποβάλει την παιδικήν εσθήτα, με έστειλαν εις τας λεγεώνας της Ασίας. Δεν ηδυνήθην να γνωρίσω την πόλιν, ούτε την ζωήν, ούτε τον έρωτα. Παιδίον εφοίτων εις το σχολείον του Μουσουνίου, όστις μας εδίδασκεν ότι η ευτυχία συνίσταται εις το να θέλωμεν ό,τι θέλουν οι θεοί. Και εγώ νομίζω ότι υπάρχει μία άλλη μεγαλειτέρα και πολυτιμοτέρα ευτυχία, η οποία δεν εξαρτάται από την θέλησίν μας, επειδή ο έρως μόνος δύναται να την δώση. Την ταύτην οι θεοί οι ίδιοι την ζητούν· και εγώ, Λίγεια, όστις μέχρι τούδε δεν εγνώρισα τον έρωτα, θέλω να βαδίσω εις τα ίχνη του και ζητώ ομοίως εκείνην, ήτις θα δυνηθή να μου δώση την ευτυχίαν.

      Εκείνη, ήκουεν, όπως θα ήκουε τον ήχον αυλού ελληνικού ή κιθάρας, μουσικήν αλλόκοτον ήτις εισεχώρει εις τα ώτα της, έφλεγε το αίμα της και επλήρου την καρδίαν της με αδυναμίαν, με φόβον ως και με υπερφυά χαράν.

      Η Λίγεια ύψωσε προς τον Βινίκιον τα βλέμματά της ως να εξύπνα εξ ονείρου.

      Και ως τον είδε κύπτοντα προς αυτήν, με το βλέμμα πλήρες ικεσίας, της εφάνη ωραιότερος όλων των ανδρών και όλων των θεών, των οποίων τα αγάλματα έβλεπεν εις τας μετώπας των ναών.

      Εκείνος έλαβεν ηρέμα την χείρα της άνωθεν του καρπού και ηρώτησε:

      – Δεν μαντεύεις, Λίγεια, διατί ομιλώ ούτω προς σε;

      – Όχι, εψιθύρισεν εκείνη τόσον χαμηλά, ώστε ο Βινίκιος μόλις την ήκουσεν.

      Αλλά δεν την επίστευσε και σφίγγων σφοδρότερον τον βραχίονά της, θα την έσυρε προς την καρδίαν του, αν εις την ατραπόν την μυρτοφύτευτον δεν ενεφανίζετο ο γέρων Άουλος, όστις πλησιάσας τοις είπεν:

      – Ο ήλιος χαμηλώνει, φυλαχθήτε από την δρόσον την εσπερινήν και μη

      το παρακάμνετε.

      – Έρριψα επί των ώμων μου την τήβεννόν μου, απήντησεν ο Βινίκιος,

      και δεν κρυόνω.

      Ο Πετρώνιος, καθήμενος πλησίον της Πομπονίας, ευχαριστείτο εις το θέαμα του δύοντος ηλίου, του κήπου και των ανθρωπίνων μορφών, των χρυσιζομένων από την λάμψιν του μεγάλου φωστήρος. Η γαλήνη της εσπέρας περιέβαλλε τους ανθρώπους, τα δένδρα, όλον τον κήπον.

      Ο Πετρώνιος εξεπλάγη εκ της γαλήνης ταύτης. Επί του προσώπου της Πομπονίας, του γηραιού Αούλου, του υιού των και της Λιγείας, παρετήρησε κάτι το οποίον δεν ήτο συνειθισμένος να βλέπη εις τα πρόσωπα, μεθ' ων συνανεστρέφετο κατά τας νύκτας· ησθάνθη ότι μία φαεινή αιθρία εκπηγάζουσα εκ της καθημερινής ζωής των περιέβαλλε τους ενοίκους της οικίας εκείνης και ότι ήτο δυνατόν να υπήρχε καλλονή και θέλγητρον, τα οποία αυτός ο αείποτε θηρεύων θέλγητρα και καλλονήν ποτέ δε είχε γνωρίση. Δεν ηδυνήθη να κρατήση διά τον εαυτόν του τη εντύπωσιν ταύτην και στραφείς προς την Πομπονίαν είπε:

      – Πόσον ο κόσμος εις σας είναι διαφορετικός από εκείνον το οποίον

      κυβερνά СКАЧАТЬ