Παραμύθι χωρίς όνομα. Penelope Stephanou Delta
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Παραμύθι χωρίς όνομα - Penelope Stephanou Delta страница 7

Название: Παραμύθι χωρίς όνομα

Автор: Penelope Stephanou Delta

Издательство: Public Domain

Жанр: Детская проза

Серия:

isbn:

isbn:

СКАЧАТЬ style="font-size:15px;">      – Λοιπόν θα πει πως έχεις μέσα σου κάτι, που αξίζει πιότερο από κείνα που δεν έμαθες.

      – Τι έχω;

      – Έχεις φιλοτιμία και αξιοπρέπεια.

      Το Βασιλόπουλο συλλογίστηκε λίγο. Ύστερα ρώτησε:

      – Και τι μου χρησιμεύουν αυτά;

      – Χρησιμεύουν να βρεις μέσα σου τη δύναμη και τη θέληση να ξαναφτιάσεις το έθνος σου.

      – Μα πώς! Πώς!

      – Ξέρω κι εγώ τι να σου πω; Εγώ να ήμουν στη θέση σου, θα πήγαινα πίσω και θα γύριζα σ' όλο το βασίλειο. Μη μείνεις κλεισμένος στο παλάτι, παρά μίλησε με το λαό σου, γνώρισε τον, ζήσε κοντά του και μάθε την αιτία του κακού. Ζήσε και στη φύση, άκουσε τι θα σου πουν τα πουλιά και τα δέντρα και τα λουλούδια και τα έντομα. Να ήξερες εκεί πόσες αλήθειες μαθαίνει κανείς, πόσα παραδείγματα βρίσκει!.. Και οπόταν θελήσεις, έλα πάλι να μας βρεις.

      Το Βασιλόπουλο έμεινε συλλογισμένο πολλήν ώραν.

      Ύστερα είπε:

      – Θα πάγω πίσω, Γνώση, και θα γυρίσω σε όλο το βασίλειο.

      Ευχαριστώ.

      Θέλησε να την αποχαιρετήσει, μα η κόρη τον εσταμάτησε.

      – Δε θες να σταθείς ακόμα λίγο; ρώτησε. Είσαι κατακουρελιασμένος και συ και η αδελφή σου. Έχω κάτι να χαρίσω της Βασιλοπούλας που θα της χρησιμεύσει πολύ.

      Έβγαλε από την τσέπη της μια θήκη με βελόνες κι ένα κουβάρι κλωστή, και της τα έδωσε.

      – Βλέπεις, είπε, δεν είναι μεγάλο δώρο, ούτε ακριβό. Είναι όμως πολύτιμο.

      Η Ειρηνούλα κοίταζε την κλωστή και τις βελόνες χωρίς να καταλαβαίνει.

      – Τι είναι αυτά; ρώτησε.

      – Πώς; Δε ράβεις; ρώτησε η Γνώση.

      – Όχι, ούτε είδα ποτέ άλλον να ράβει.

      – Θέλεις να μάθεις; Έλα να σου δείξω.

      Κάθησε η Γνώση στο κατώφλι του σπιτιού πήρε τη σχισμένη τραχηλιά της Ειρηνούλας κι έραψε τις τρύπες.

      Η Ειρηνούλα κοίταζε με θαυμασμό και απορία.

      – Δωσ' μου να δοκιμάσω κι εγώ! παρακάλεσε.

      Πήρε τη βελόνα κι έραψε το φόρεμα της, ύστερα τα μεταξωτά της παπουτσάκια, και τα χρυσά κορδόνια που έδεναν τα πέδιλα του αδελφού της και που ήταν όλο κόμποι, ύστερα την παλιωμένη του τραχηλιά και τα σχισμένα ρούχα του.

      Τόσο ωραία τα έραψε, που, αφού τελείωσε, της φάνηκαν όλα σαν καινούρια.

      – Τι διασκεδαστικό που είναι! είπε μ' ενθουσιασμό. Εσύ, Γνώση, ράβεις πολύ;

      – Ράβω σαν τελειώσω τις δουλειές μου.

      – Κάνεις και άλλες δουλειές; Πες μου, τι;

      – Όλες τις δουλειές του σπιτιού. Συγυρίζω, πλένω, μαγειρεύω, ζυμώνω, σκάβω το περιβόλι…

      – Μπα! διέκοψε η Ειρηνούλα. Εγώ δεν κάνω τίποτα και βαριούμαι φοβερά! Να, σήμερα το πρωί, ώσπου να ξυπνήσει ο αδελφός μου, περνούσα και ξαναπερνούσα το χέρι μου μες στις αχτίδες του ήλιου και κοίταζα τα σκονάκια που χοροπηδούσαν, έτσι, για να περνά η ώρα. Δεν ξέρω πώς να σκοτώσω τις ατέλειωτες ώρες της ημέρας!

      Η Γνώση γέλασε.

      – Θες να τις σκοτώσεις ή να τις μεταχειριστείς; ρώτησε.

      – Το ίδιο δεν κάνει;

      – Όχι! СКАЧАТЬ