Φυλλάδες του Γεροδήμου. Eftaliotis Argyris
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Φυλλάδες του Γεροδήμου - Eftaliotis Argyris страница 3

СКАЧАТЬ ακρογιαλιά. Εγώ τότες ακούγω κλάματα, και πάω να δω τι τρέχει. Χώνουμαι ανάμεσ' από τις καλαμιές, σκύβω, και τι να δω! Τη Λενιώ του Καλαφάτη! Την ανέβασ' από τον τοίχο κρυφά κρυφά. Δεν ήξερ' ακόμα τι έτρεχε, θάρρεψα πως τους ξέφυγε η μικρή. Την πήρα στο καλύβι, και ρωτώντας την έμαθ' αυτά που σας είπα.. Μου τάλεγε κλαίγοντας. Δεν το καλοπίστευα πως έβλεπα τη Λενιώ. Και σα συλλογιούμουν από τι Κόλαση γλύτωσε, ανέβαινε μεγάλος κόμπος εδώ στο λαιμό μου, και μ' έπνιγε. Ως τόσο σκοτείνιασε, κ' είταν ώρα να τηνε φέρω και στο χωριό. Τράβηξα αγάλι' αγάλια, με τη Λενιώ στον ώμο, δώδεκα χρονώ μαραμένο λουλούδι. Ακόμα έτρεμε, μα όχι πολύ. Της είχα δώσει και μιαν αλισφακιά στο καλύβι. Να! ακούτε; ανοίξτε το παράθυρο ν' ακούστε.

      Κι άνοιξε η μακαρίτισσα το παράθυρο, και τρέξαμε η Αννούλα και γω κατόπι της, κι ο γέρο Βασίλης μαζί μας, και σκύψαμε, κι ακούσαμε στο βαθύ το σκοτάδι φωνές, τσιριχτά, κλάματα, γέλοια, κάθε λογής ταβατούρι κατά το σπίτι του Καλαφάτη. Κλείσαμε το παράθυρο και καθήσαμε πάλι μέσα. Η μάννα μου είταν κατάχλωμη. Η Αννούλα αναρρουφούσε. Ο γέρος με πήρε στα γόνατά του και μου άρχισε άλλα λόγια. Κάτι πρέπει να κατάλαβε από τη θωριά μου ο γέρος. Στρεφογύριζε ο νους μου, θαρρούσα πως κάποιο μεγάλο μυστήριο ήρθε στον κόσμο· πως σηκώθηκαν οι πεθαμμένοι, και πέθαναν οι ζωντανοί. Οι φωνές εκείνες από μακριά, μες στο σκοτάδι της νύχτας, ύστερ' από τέτοια δήγηση, το κόψανε σα γάλα το αίμα μου. Τίποτις άλλο δε θυμούμαι της βραδιάς εκείνης παρά πως με σήκωσαν και με βάλανε στο κρεββάτι.

      Γ' ΠΡΩΤΗ ΛΑΧΤΑΡΑ

      Είπαμε πως είτανε χειμώνας, και χειμώνας βαρύς. Ξύπνησα την αυγή και τουρτούριζα. Έτσι θάτρεμε κ' η Λενιώ, είπα στο νου μου. Σφύριζε ο βοριάς στα παράθυρα. Είταν ακόμα σκοτάδι, μα η καντήλα μισόφεγγε μπροστά στα κονίσματα. Ακούγοντας θόρυβο κάτω, σηκώθηκα και κατέβηκα. Το γέρο ζητούσα να μου την αποσώση την τρομερή την ιστορία, μα είτανε φευγάτος ο γέρος. Άλλον τρόπο δεν είχε παρά να καταφέρω τη μάννα να μου το δηγηθή το κλέψιμο της Λενιώς. Και σαν έστρωσε η Αννούλα το τραπέζι, και καθήσαμε, την παρακάλεσα τη μακαρίτισσα να μου τα ξηγήση.

      – Α μου το τάζης πως δε θα φοβηθής πάλι, σου τα λέω, μου κάνει. Ήρθαν τις προάλλες μια βαρκιά ζεϊμπέκια από πέρα σ' ένα τούρκικο γάμο. Χορεύανε μια βραδιά γύρω στο μασαλά. Πήγαν όλοι να τους δουν, πήγε κι ο Καλαφάτης με την κόρη του. Το είδαν οι ζεϊμπέκοι το κορίτσι, και βαλθήκανε να το κλέψουν και να το πάρουνε στην Ανατολή. Τέλειωσε ο γάμος, έφυγαν τα ζεϊμπέκια, μα έμειναν πίσω δυο τρεις τους· και μια μέρα, καθώς πήγαινε η Λενιώ στο Σκολειό, την πιάνουνε σ' ένα παράμερο σοκάκι, την παίρνουν και φεύγουνε. Δέκα μέρες δεν ακούστηκε η Λενιώ. Την έκλαιγαν οι δικοί της, την τραγουδούσε ο κόσμος, Τάλλα τάκουσες από το γέρο Βασίλη. Τρώγε τώρα τις τηγανήτες σου.

      Πού όμως τηγανήτες, που τους έβλεπα τους Τούρκους να βάζουν τη

      Λενιώ στο σακκούλι τους και να φεύγουν!

      Ξημέρωσε ως τόσο, και τοιμάστηκε η μάννα μου να πάη να δη και κείνη την Καλαφάταινα. Του κάκου την παρακάλεσα να με πάρη και μένα. Μ' άφησε κλαμμένο κι απαρηγόρητο, που δεν μπορούσα, να τη δω τη Λενιώ.

      ΣΗΜ. СКАЧАТЬ