Διηγήματα, Νέα Σειρά. Axiotes Panagiotes
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Διηγήματα, Νέα Σειρά - Axiotes Panagiotes страница 9

СКАЧАТЬ πειστήρια, δεν ήθελε να ξεσκίση το πράμμα. Ήθελε να μεταχειριστή όλα τα μέσα, να μάθη πρώτα καλά κ' έπειτα να διή τι έχει να κάμη. Είχε και μίαν ελπίδα πως ίσως δεν είνε καθώς τόνε λένε· γιατί να βιαστή· αν τόνε πιάση και τον καταλάβη αδιόρθωτο, τον μουντζώνει και φεύγει. Δεν ήταν άνθρωπος να υποφέρη μούτρα απαίσια. Μήπως δεν έκαμε τα ίδια του Δεσπότη; Μια φορά, οπού η αγιωσύνη του ήρθε στο Μοναστήρι και ήθελε να μάθη αν έχουνε οι αδελφοί παράπονα, ενώ οι λοιποί γέροι, ταπεινοί και ζαρωμένοι, δεν τολμούσαν να σηκώσουν κεφάλι, ο Άνθιμος εστάθηκε μπρος του και με ένα θάρρος έκτακτο και με μια ρητορική και μίαν ευγλωττία οπού την χαρίζει μόνον η αγάπη στην αλήθεια, του εξετύλυξε ό,τι άσκημο ό,τι ρυπωμένο και κηλιδωμένο έμενε κρυφό από εκείνους που έχουνε συμφέρο να το σκεπάζουνε. Εθαύμασε ο Δεσπότης με την τόλμη του καλόγερου· του μίλησε με αγάπη και ευγένεια και του είπε πως γρήγορα θα φέρη σε όλα διόρθωσι. Πέρασαν δυο χρόνια από τη σκηνή αυτή, χωρίς να γείνη το παραμικρό καλό και σαν εξαναγύρισε ο Δεσπότης ο Άνθιμος δεν επήγε να τον δη γιατί δε θα μπορούσε να βασταχτή μπροστά του με απάθεια.

      Μαζή με τ' άλλα που είχε ο παππά Συνέσιος, στης εκλογές έκανε τον ψηφοθήρα.

      Ένα πρωί ο Άνθιμος, μετά τη λειτουργιά, επήγε στο κελλί του κ' εκάθισε στο μπάγκο του, να μπαλώση κάτι παπούτζια του φίλου και αγαπημένου του, του Σταυράκη του περιβολάρη.

      Είχε κάμη ο Σταυράκης στρατιώτης πολλά χρόνια, ύστερα πήγε στο Μοναστήρι κ' έγεινε κηπουρός. Εργατικός πολύ και τιμιώτατος, αγάπησε πολύ τον Άνθιμο και ο Άνθιμος τον αγάπησε· μα ο παππά Συνέσιος δεν τον αγαπούσε και κάθε λίγο τον εβασάνιζε και τον αδκούσε, με χίλια δύο. Τα υπόμενε ο καϋμένος ο Σταυράκης και μόνον ήλεγε πότε πότε τα παράπονά του στον Άνθιμο.

      Εκείνο το πρωί ο Σταυράκης επήγε κ' ευρήκε τον καλόγερο. Ο Άνθιμος ήταν σκυμμένος στο μπάγκο του, ενώ κοντά του ο αγαπημένος του γάτος, η μόνη του συντροφιά, συμμαζωμένος, ερουθούνιζε.

      – Καλημέρα, πάτερ Άνθιμε.

      – Καλό στο Σταυράκη· κάθησε.

      – Θα φύω γλήγορα, είπεν ο Σταυράκης, γιατί έχω πότισμα· μόνον ήρθα κάτι να σου πω για το μαστρογούμενο!

      – Τι είνε πάλι;

      – Μ' έχει να με χαλάση, μπρε παιδί, για τον ψήφο μου.

      – Πώς μαθές; αρώτηξεν ο καλόγηρος.

      – Και καλά να ψηφίσω το κόμμα του καπτά Κοσμά.

      – Και η γνώμη σου εσένα πια είνε;

      – Εγώ ψηφίζω τον καπτά Φιλιππή πάντα, γιατί μούχει καλό καμωμένο.

      – Να μείνης με τη γνώμη σου Σταυράκη, σου λέω γω.

      – Ναι, πάτερ Άνθιμε, μα ο 'γούμενος μούπενε θυμωμένα, πως αν δεν ψηφίσω τον καπτά Κοσμά, θα με βγάλη απ' τον κήπο.

      Ο Άνθιμος δεν απεκρίθην ευτύς.

      – Και ήρθα είπεν ο Σταυράκης, να σε παρακαλέσω να του μιλήσης.

      Και εθύμωσε κ' ελυπήθηκε ο Άνθιμος για την νέα ατιμία και για την απονιά του Συνέσιου.

      – Θα του μιλήσω, Σταυράκη, του είπε, μα ό,τι κι' αν αποφασίση, εσύ δεν πρέπει να τον ακούσης· να СКАЧАТЬ