Χόρεψε, Άγγελέ Μου. Virginie T.
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Χόρεψε, Άγγελέ Μου - Virginie T. страница 7

Название: Χόρεψε, Άγγελέ Μου

Автор: Virginie T.

Издательство: Tektime S.r.l.s.

Жанр: Современная зарубежная литература

Серия:

isbn: 9788835413714

isbn:

СКАЧАТЬ και το μόνο που μου έλειπε ήταν ένας ψυχοπαθής στη ζωή μου.

      Ετοιμάζομαι γρήγορα. Όχι επειδή βιάζομαι να συναντήσω τους γονείς μου, αλλά για να μην βλέπω αυτά τα κακοήθη γράμματα που τώρα βρίσκονται πάνω στην τουαλέτα μου. Ρίχνω μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη, αφήνω τα γράμματα στο προσωπικό ασφαλείας και φεύγω από το θέατρο.

      Κεφάλαιο 3

      Κέιτλιν

      Οι γονείς μου δεν έχουν αλλάξει καθόλου. Ο πατέρας μου έχει όπως πάντα γκρίζα, ανακατεμένα μαλλιά και μπλε διαπεραστικά μάτια όπως τα δικά μου. Η μητέρα μου, με το σινιόν της που δεν ξεφεύγει ούτε τρίχα και τις τέσσερις καρφίτσες που κρατάνε στη θέση τους το αυστηρό παντελόνι του ταγιέρ της, είναι αψεγάδιαστη. Από παιδί ακόμα με κοιτάνε πάντα με τον ίδιο τρόπο. Σαν να είμαι ένα εξωγήινο ον που δεν μπορούν να αποκωδικοποιήσουν.

      «Σε ευχαριστούμε που μας έκανες την τιμή με την παρουσία σου, Κέιτλιν. Βλέπω ήρθες με το πάσο σου στη συνάντησή μας! Γνωρίζεις, ωστόσο, πως η μητέρα σου δεν μπορεί να στέκεται όρθια για πολλή ώρα».

      Η μητέρα μου έχει πράγματι πρόβλημα στα γόνατα λόγω αδύναμων αρθρώσεων, αλλά πονάει μόνο όταν ο καιρός είναι ψυχρός και βροχερός. Ωστόσο, απόψε ο ουρανός είναι ξάστερος.

      «Καλησπέρα, μπαμπά. Έχει πολύ γλυκό καιρό για την εποχή, δεν νομίζεις; Μπορείς να δεις ακόμα και τα αστέρια».

      «Μην είσαι αναιδής, Κέιτλιν».

      Φυσικά. Οι γονείς μου πάντα έκαναν κόμμα, ειδικά για να μου πάνε κόντρα. Η γιαγιά μου αποφασίζει να παρέμβει, προτού το δείπνο τελειώσει πριν την ώρα του. Βασικά, προτού καν φτάσουμε στο εστιατόριο.

      «Λοιπόν, ας πάμε για φαγητό. Πεθαίνω της πείνας».

      Η γιαγιά μου με πιάνει αγκαζέ και περπατάμε μαζί στο πεζοδρόμιο χωρίς να μιλάμε, με τους γονείς μου να μας ακολουθούν. Έχω τη δυσάρεστη αίσθηση ότι με παρακολουθούν. Νιώθω ότι ένα βλέμμα μου καίει την πλάτη και αμέσως κρύος ιδρώτας διαπερνά την σπονδυλική μου στήλη. Σίγουρα, θα μπορούσα να σκεφτώ ότι αυτή η αίσθηση οφείλεται στην παρουσία των γονιών μου, αλλά ποτέ δεν μου έχουν προκαλέσει παρόμοια σωματική αντίδραση. Με πιάνει ανατριχίλα, καθώς κοιτάω τριγύρω μήπως εντοπίσω ποιος θα μπορούσε να με παρακολουθεί. Όμως, το αδύναμο φως του φεγγαριού και οι αραιά τοποθετημένοι φανοστάτες δημιουργούν απειλητικές σκιές στο ημίφως και δεν με βοηθούν να διακρίνω καλά, αν υπάρχει κάποιος στο ημίφως.

      «Κρυώνεις, αγάπη μου;» «Όχι, γιαγιά. Είμαι εντάξει. Απλώς ανυπομονώ να επιστρέψω σπίτι. Είμαι κουρασμένη».

      Δεν έχω αναφέρει τίποτα για τα γράμματα στη γιαγιά μου. Δεν ήθελα να ανησυχήσει. Η ζωή της είναι ήρεμη και ειρηνική και δεν θα ήθελα να αλλάξει αυτό.

      «Πότε θα με επισκεφτείς στη Βιρτζίνια; Ο καθαρός αέρας και η άπλα θα σου κάνουν σίγουρα καλό». «Δεν αμφιβάλλω καθόλου, γιαγιά, αλλά η σεζόν μόλις ξεκίνησε και οι παραστάσεις της Ωραίας Κοιμωμένης θα συνεχιστούν για αρκετές εβδομάδες». «Και στη συνέχεια, θα γίνουν οντισιόν για ένα καινούργιο μπαλέτο και προφανώς, εσύ θα πάρεις τον πρώτο ρόλο, έπειτα θα αρχίσουν οι πρόβες για τη СКАЧАТЬ