απ’ τα χαλκόδετα σκουτάρια οι πύλες βροντούν.
Ε,ε,ε,ε, ω γυιέ του Δία τρανέ
που στους πολέμους αίσιον και καλό τέλος δίνεις
και Όγκα, δέσποινα θεά, που ’σαι στις πύλες μπροστά
απ’ την εφτάπορτη έδρα σου μη ξεμακρύνης.
(Το ψάλλει όλος ο χορός μαζί)
Ω παντοδύναμοι θεοί,
ω τέλειοι κι ω τέλειες
της χώρας τούτης πυργοφύλακες,
μην παραδώσετε τη χώρα, δαμασμένη
από κοντάρι, σε ξενόφωνο στρατό∙
ακούτε ακούτε μας, π’ από ψυχής, παρθένες,
με χέρια σας δεόμεθα υψωμένα.
Ω αγαπημένοι μας θεοί,
απλώνοντας το χέρι σας
πάνω στην πόλη μου, σωτήρες της,
δείξετε πως την αγαπάτε και γνοιασθήτε
τα κοινά ιερά, γνοισθήτε και βοηθάτε,
τις πρόθυμες πλουσίων τελετών
θυσίες πολλές θυμάμενοί μου.
Εσάς ρωτώ, γέννες που δεν τραβιέστε, πήτε
είναι πράματ’ αυτά που να ωφελούν την πόλη
και στον πυργοζωσμένο αυτό στρατό μας θάρρος,
πεσμένες μπρος στ’ αγάλματα των πολιούχων
να ξεφωνίζετε και να χουγιάζετ’ έτσι,
πράματα που τα εχθρεύονται όσοι έχουν γνώση;
Ούτε στις συμφορές ούτε στην ευτυχία μου
θα ’θελα να ’χα σύντροφο ποτέ γυναίκα∙
γιατί σαν ευτυχεί ανοικονόμητ’ είναι
η αποκοτιά της∙ και σαν πάρει πάλι φόβο
πιότερο ’ναι κακό στο σπίτι και στην πόλη.
Και τώρα τρέχοντας μ’ αυτούς απάνω κάτω
τους δρόμους σας σκορπάτε στο στρατό δειλία
λιγόψυχη με τις φωνές σας και προκόβουν
έτσ’ οι εχθροί μας μια χαράν απ’ αφορμής σας
και μέσα εμείς χαλιόμαστε συναπατοί μας.
Έχει έγνοια ο άντρας, η γυναίκ’ ας μη φροντίζη
για τα όξω· μεσ’ ας κάθεται, καν δίχως βλάβη.
Μα όποιος την προσταγή μου θέλει παρακούση,
άντρας, γυναίκα κι ό, τι ’ναι τ’ ανάμεσό τους,
απόφαση θανατική γι’ αυτόν θε να ’βγη,
του λαού το πετροβόλισμα δε θα ξεφύγη.
Τ’ ακούς ή δεν τ’ ακούς; ή σε κουφό τα λέω;
Ω φίλε, γυιέ του Οιδίποδα, φοβήθηκα
γρικώντας των αρμάτων βροντοχτύπημα
σαν έτριξαν τ’ αξόνια τροχοκίνητα,
και τρίξανε στα δόντια των αλόγων
τα δουλεμένα στη φωτιά τα γκέμια
τα χαλινάρια που τα τιμονεύουν.
Και τι; μην τάχα ο ναύτης, αν από την πρύμνη
τρέξη στην πλώρα, θα ’βρη τρόπο να γλυτώση,
όταν τα κύματα δαμάσουν το καράβι;
Μα ήρθα τρέχοντας στων θεών τ’ αγάλματα,
τι έχω σ’ αυτούς όλα τα θάρρη μου,
όταν βροντούσε η πετροχάλαζα
στις πύλες· τότε δα κι ο φόβος
μ’ έσυρε να προσπέσω στους θεούς
το χέρι τους επάνω μας ν’ απλώσουν.
Εύχεσθε να βαστάξη ο πύργος των εχθρών μας
τη δύναμη· δεν είν’ αυτό στων θεών το χέρι;
μα λεν πως παρατούν οι θεοί πόλη παρμένη.
Άμποτε СКАЧАТЬ