ΙΙ. Πρώτον μεν λοιπόν είναι δίκαιον να απολογηθώ, ω άνδρες Αθηναίοι, εις τας πρώτας εναντίον μου κατηγορίας ως ψευδείς και εις τους πρώτους κατηγόρους μου, έπειτα δε εις τας τελευταίας και εις τους τελευταίους κατηγόρους. Διότι εναντίον μου πολλοί υπήρξαν ενώπιόν σας κατήγοροι, οι οποίοι και από πολλά ακόμη έτη πρωτύτερα με κατηγόρησαν και καμμίαν αλήθειαν δεν είπαν. Αυτούς δε εγώ περισσότερον φοβούμαι παρά τον Άνυτον και τους συντρόφους του,7 αν και αυτοί οι τελευταίοι είνε πολύ φοβεροί· αλλ' εκείνοι οι άλλοι είνε πολύ φοβερώτεροι, ω άνδρες· διότι αυτοί τους περισσοτέρους εξ υμών σας παρελάμβανον, ως δι' εκπαίδευσιν, από την παιδικήν σας ηλικίαν, καθώς οι παιδαγωγοί, και προσεπάθουν να σας πείσουν με τας ψευδείς εναντίον μου κατηγορίας των να έχητε εσφαλμένην δι' εμέ γνώμην, λέγοντες ότι υπάρχει κάποιος εκεί Σωκράτης, σοφός άνθρωπος, ο οποίος καταγίνεται με τα μετέωρα, εξετάζων τον αέρα, τας βροντάς και τας αστραπάς, και έχει κάμει ερεύνας εις όλα, όσα υπάρχουν εις τους κόλπους της γης, και ημπορεί με τους λόγους του να κάμη δικαίαν μίαν άδικον υπόθεσιν. Ούτοι, ω άνδρες Αθηναίοι, επειδή διέσπειραν αυτήν την φήμην, είναι οι πλέον φοβεροί και επικίνδυνοι κατήγοροί μου. Διότι όσοι τους ήκουσαν, νομίζουν ότι εκείνοι οι άνθρωποι, οι οποίοι ενασχολούνται εις αυτά τα ζητήματα, όχι СКАЧАТЬ
3
Ότε εδικάζετο ο Σωκράτης, ήτο εβδομηκοντούτης, ως λέγεται κατωτέρω.
4
Ενταύθα εσύχναζον οι ευγενείς και πλούσιοι και εύποροι εν γένει Αθηναίοι. Λέγει δε ο Δίων Χρυσόστομος ότι ο Σωκράτης ως επί το πλείστον διέτριβεν εις την αγοράν, εισήρχετο εις τας παλαίστρας και εκάθητο πλησίον των τραπεζιτών. Λέγει δε και ο Ξενοφών εις τα Απομνημονεύματά του ότι εις τοιαύτα μέρη εσύχναζεν ο Σωκράτης, όπου ήτο βέβαιος ότι ήθελε συναντήσει παρά πολλούς, ίνα μετ' αυτών διαλεχθή κατά την συνήθειάν του.
5
Οι δικασταί όντες άνθρωποι ουχί εκ ταπεινού και ευτελούς γένους ανεστρέφοντο μετά των αριστοκρατικών και πλουσίων.
6
Εις τας πολυπληθείς συναθροίσεις ως και την εκκλησίαν του δήμου και τα δικαστήρια εγίνοντο διάφοροι θόρυβοι και κρότοι και κραυγαί, είτε προς αποδοκιμασίαν είτε προς επιδοκιμασίαν των λεγομένων.
7
Οι τελευταίοι κατήγοροι του Σωκράτους ήσαν ο Άνυτος, ο Μέλητος και ο Λύκων. Και κατήγορος μεν κυρίως ήτο ο Μέλητος, οι δε λοιποί δύο ήσαν συνήγοροι αυτού.
Ο Άνυτος, υιός του πλουσίου εργοστασιάρχου Ανθεμίωνος, ο επιφανέστατος των κατηγόρων, ήτο ρήτωρ, εξελέγη δε και στρατηγός των Αθηναίων, ότε εν Πύλω εμάχοντο. Είτα φυγών επί των Τριάκοντα, και μετά του Θρασυβούλου, του οποίου ήτο φίλος, επανελθών, είχε μεγάλην ισχύν εν Αθήναις. Μετά τον θάνατον του Σωκράτους ηναγκάσθη να φύγη εξόριστος εις Ηράκλειαν του Πόντου, όπου, ως λέγεται, εθανατώθη υπό των Ηρακλεωτών λιθοβοληθείς. Εν τω Πρωταγόρα ο Πλάτων εισάγει, τον στρατηγόν τούτον ομιλούντα με εμπάθειαν κατά των σοφιστών.
Ο Λύκων ήτο δημόσιος ρήτωρ, όστις και διηύθυνε την κατά του Σωκράτους κατηγορίαν. Ήτο ο ασημότατος των άλλων.
Ο Μέλητος, υιός του Μελήτου, τον δήμον Πιτθεύς, εν τω Ευθύφρονι του Πλάτωνος παρίσταται ως νέος αφανής και άγνωστος. Άγνωστον είνε αν ο υπό του Αριστοφάνους σατυριζόμενος ποιητής (Βάτραχ. 130) είναι αυτός ο ίδιος, ή ο υιός του, ή άλλος τις νεανίας.↩