ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Σωκράτης ο υιός του Σωφρονίσκου εγεννήθη το 469 π.Χ. Ο πατήρ αυτού ήτο γλύπτης· η δε μήτηρ Φαιναρέτη ήτο μαία. Κατά την νεότητά του εδιδάχθη παρά του πατρός του την γλυπτικήν· απέκτησε δε εις την τέχνην αυτήν πολλήν δεξιότητα. Παυσανίας ο περιηγητής είδεν εν τη Ακροπόλει τρία αγάλματα, παριστώντα τας Χάριτας, άτινα εθεωρούντο ως έργα του Σωκράτους. Περί της περαιτέρω εκπαιδεύσεως αυτού πολύ ολίγα γνωρίζομεν. Γνωστόν μόνον είνε, ότι ωφελήθη από την διδασκαλίαν του σοφιστού Προδίκου και του μουσικού Δάμωνος· δεν διέκειτο όμως φιλικώς προς τους σοφιστάς, οι οποίοι τότε πολύν θόρυβον και επίδειξιν έκαμνον. Ο Σωκράτης λοιπόν έγινεν ό,τι έγινε μόνον διά των ιδικών του μελετών.1 Την προσωπικήν του αξίαν οφείλει εις εαυτόν μόνον, αυτός δι' εαυτού γενόμενος ο θεμελιωτής της αρχαίας φιλοσοφίας. Οι αρχαίοι καλούσιν αυτόν μαθητήν του Αναξαγόρου και του φυσικού Αρχελάου. Αλλά ταύτα απεδείχθησαν αβάσιμα. Ο ίδιος δεν έσχεν ή δεν εζήτησεν άλλα μέσα προς εκπαίδευσίν του, εκτός εκείνων, τα οποία παρέσχεν εις αυτόν η γεννέτειρά του πόλις. Πλην μιας θρησκευτικής εκδρομής και τριών πολεμικών εκστρατειών, εις ας έλαβε μέρος εις εκπλήρωσιν των προς την πατρίδα καθηκόντων, ουδέποτε άλλοτε απεδήμησεν εξ Αθηνών.
Πότε ακριβώς ο Σωκράτης ήρχισε το φιλοσοφικόν αυτού στάδιον, αφιερωθείς εις την ανατροφήν της νεολαίας της πατρίδος του, δεν γνωρίζομεν μετά βεβαιότητος· ουδέ δυνάμεθα ν' αποφανθώμεν πότε ακριβώς εκυκλοφόρησε κατά πρώτον ο χρησμός του Δελφικού μαντείου, όστις απεκάλεσεν αυτόν «σοφώτατον πάντων ανθρώπων». Μόνον κατά προσέγγισιν δυνάμεθα να ορίσωμεν τον χρόνον τούτον, στηριζόμενοι επί της παραστάσεως των Νεφελών του Αριστοφάνους, ήτις έγινε το 423 π. Χ. εις διακωμώδησιν της δράσεως του Αθηναίου σοφού.
Εις τας συνομιλίας του ο Σωκράτης παρίσταται σχεδόν πάντοτε ως ο πρεσβύτερος μεταξύ των μαθητών του. Η μέθοδός του δε η επιστημονική, η όλως διόλου αντίθετος προς τον αλαζονικόν τρόπον της διδασκαλίας των σοφιστών, ήτο η άτεχνος διαλογική, η οποία ιδίως ήτο καταληπτή εις τον λαόν. Ο Σωκράτης ήρχιζε συνήθως τας διαλεκτικάς διδασκαλίας του από τα μάλλον εγγύτερα περιστατικά, πολλάκις όλως διόλου άσημα, και ελάμβανε τα παραδείγματα, τα χρησιμεύοντα εις αυτόν, και τας αποδείξεις εκ του κοινού βίου. Οι σύγχρονοι τον εμέμφοντο ότι πάντοτε ωμίλει περί φορτηγών ζώων, σιδηρουργών, υποδηματοποιών και βυρσοδεψών. Τον βλέπομεν πάντοτε εις τας πλατείας των Αθηνών, εις τα γυμνάσια και τα εργαστήρια, από πρωίας μέχρις εσπέρας, ενασχολούμενον εις συνομιλίας μετά νέων και γερόντων και συζητούντα μετ' αυτών περί του τελικού σκοπού και της αποστολής εν τω κόσμω του ανθρώπου, εξελέγχοντα αυτούς διά την αμάθειαν και παροτρύνοντα να αφήσουν την ακηδίαν και ραθυμίαν και να φθάσουν διά της προσοχής και μελέτης εις την γνώσιν. Ο Σωκράτης ούτω δίδει συμβουλάς και νουθεσίας προς πάσαν ανθρωπίνην ενέργειαν, είτε προς τον δημόσιον βίον αποβλέπουσαν, είτε εις την οικιακήν οικονομίαν, και προς παν επιτήδευμα εν γένει ή επιστήμην και τέχνην, μετά γνώσεως και ειδικότητος θαυμαστής, ως εάν ήτο παγνώστης και παντεχνίτης. Εις πάντα δε ταύτα τα συζητούμενα θέματα δεξιώτατα παρενέβαλε και σκέψεις, όπως διεγείρη μεταξύ των ομιλητών του την τάσιν προς την αληθή γνώσιν και την ηθικήν. Πολλάκις όμως αι συζητήσεις του και αι διδασκαλίαι του απεδοκιμάζοντο με πικρόν χλευασμόν και αντημείβοντο διά μίσους και αχαριστίας. Αλλ' όμως έχων ακράδαντον πεποίθησιν ότι η θεμελιώδης βελτίωσις της κοινωνίας εξαρτάται εκ της καλής ανατροφής των νέων, ο Σωκράτης έως τέλους της ζωής του έμεινε πιστός εις το έργον, όπερ ο ίδιος είχεν εκλέξει, και υπέρ του οποίου είχεν αφιερώσει τον εαυτόν του, παντελώς παραμελήσας τον οικογενειακόν βίον. Ουδαμού φαίνεται δίδων προσοχήν εις την σύζυγόν του και τα τέκνα του, η δε περιβόητος, καίπερ υπερβολικώς παρασταθείσα υπό των αρχαίων, κακοτροπία της συζύγου του Ξανθίππης, δίδει εις ημάς αφορμήν να υποθέσωμεν ότι τον Αθηναίον σοφόν δεν έτερπε διόλου η θορυβώδης οικογενειακή ευτυχία.
Όλοι οι συγγραφείς εικονίζουσι τον Σωκράτη διά των ζωηροτάτων χρωμάτων, ως άνθρωπον πρακτικόν και σοφόν. «Τοσούτον ήτο ευσεβής, λέγει ο Ξενοφών περί αυτού, ώστε ουδέν ουδέποτε έκαμεν άνευ της συμβουλής των θεών· τοσούτον δίκαιος, ώστε ουδένα ηδίκησεν ουδέ κατ' ελάχιστον· αλλά τοσούτον ήτο κύριος του εαυτού του, ώστε ουδέποτε προετίμησε το ευάρεστον από το καλόν· τόσον συνετός, ώστε ουδέποτε επλανήθη εις την διάκρισιν του καλού από του κακού· εν ενί λόγω, ο Σωκράτης ήτο ο κάλλιστος και ευτυχέστατος άνθρωπος, όστις ηδύνατο να υπάρξη». Αλλ' ό,τι παρέχει εις το πρόσωπον αυτού ιδιαιτέραν παραστατικότητα, είνε η εν ούτω αρμονική μίξις όλων των φυσικών τελειοτήτων, αι οποίαι αναβιβάζουσι τον σοφόν Αθηναίον εις θαυμαστόν ύψος, υπεράνω πάσης ανθρωπίνης αδυναμίας. Διακρίνεται διά την λεπτοτάτην γενικήν αυτού μόρφωσιν και διά τον αττικόν πολιτισμόν του. Εμφανίζεται εξ ίσου ανδρείος επί του πεδίου της μάχης ως και επί των συμποσίων· πάντοτε κρατεί εαυτού, ουδέποτε χάνει την συνείδησιν, αδιαλείπτως ενεργεί μετά πληρεστάτης ελευθερίας· ο Σωκράτης είνε τέλος το τελειότατον πρότυπον των ανθηρών εκείνων χρόνων της δημοκρατίας των Αθηνών. Είνε πράος και ήσυχος, τύπος και υπόδειγμα των γνησίων ανθρωπίνων αρετών. Ιδιαίτερον δε χαρακτηριστικόν αυτού είνε το δαιμόνιον, όπερ ο ίδιος απέδιδεν εις τον εαυτόν του. Επίστευε δηλ. ότι СКАЧАТЬ
1
Σ. Μ. Παρά Ξενοφώντι (Απομν. 1, 6, 1) ο Σωκράτης λέγει: «Διέρχομαι τον χρόνον μετά των φίλων μου φυλλομετρών τα βιβλία των παλαιοτέρων σοφών και επιθεωρών τους θησαυρούς της σοφίας των διαλέγω ό,τι μου φαίνεται ωραίον και ωφέλιμον».
Προς τούτοις, επειδή κατά τους χρόνους εκείνους, ότε ήκμαζον εν Αθήναις εις μέγιστον βαθμόν αι επιστήμαι και αι τέχναι, συνέρρεον πανταχόθεν επιφανέστατοι άνδρες, σοφοί και ποιηταί και καλλιτέχναι, ο Σωκράτης ηγάπα να συνάπτη σχέσεις και συναναστρέφεται μετ' αυτών.↩