Βέρθερος. Johann Wolfgang von Goethe
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Βέρθερος - Johann Wolfgang von Goethe страница 6

Название: Βέρθερος

Автор: Johann Wolfgang von Goethe

Издательство: Public Domain

Жанр: Зарубежная классика

Серия:

isbn:

isbn:

СКАЧАТЬ εγώ ο ίδιος να προαισθάνωμαι ότι η διασκέδασίς μας θα υφίστατο κάποιον ατύχημα.

      Είχα καταβή από την άμαξαν, και μία υπηρέτρια, η οποία ήλθεν εις την θύραν, μας παρεκάλεσε να περιμείνωμεν μίαν στιγμήν και θα έλθη αμέσως η δεσποινίς Καρολίνα. Επροχώρησα διά της αυλής προς την καλοκτισμένην οικίαν, και ότε ανέβην την εμπροσθινήν κλίμακα, και επάτησα το κατώφλιον της θύρας, μου έτυχε το θελκτικώτατον θέαμα από όσα ποτέ είδα. Εις τον πρόδρομον έξ παιδιά από ένδεκα μέχρι δύο ετών περιεκύκλωναν μίαν δεσποινίδα ωραίας μορφής, μέσου αναστήματος, φέρουσαν απλούν λευκόν ένδυμα με τριανταφυλλί φιόγκους εις τον βραχίονα και επί του στήθους. – Εκρατούσε ένα μαύρο ψωμί, και έκοπτεν εις τα μικρά της αδελφάκια γύρω γύρω εις καθένα το κομμάτι του αναλόγως της ηλικίας του και ορέξεως, το έδιδεν εις καθένα με πολλήν γλυκύτητα και καθέν ανεφώνει αφελώς: Ευχαριστώ! ενώ είχε σηκωμένα ψηλά τα μικρά του χεράκια, πολύ πριν ακόμη κοπή το κομμάτι που ήταν προωρισμένο γι' αυτόν· και έπειτα ευχαριστημένον μ' αυτό το ψωμί, το οποίον απετέλει τον δείπνον του, ή έφευγε πηδών, ή σύμφωνα προς τον μάλλον ήσυχον χαρακτήρα του απήρχετο προς την θύραν της αυλής, διά να ίδη τους ξένους και την άμαξαν, διά της οποίας η Καρλόττα των έμελλε να αναχωρήση. – Σας ζητώ συγγνώμην, είπε, που σας έδωκα κόπον να αναβήτε, και αναγκάζω τας κυρίας να περιμένουν. Ενδυομένη και διατάττουσα μερικά οικιακά τα όποια έπρεπε να εκτελεσθούν κατά την απουσίαν μου, ελησμόνησα να δώσω ψωμί εις τα παιδιά διά να δειπνήσουν, και δεν θέλουν να τους το κόψη κανένας άλλος παρά μόνον εγώ. – Της έκαμα κάποιο μικρό φιλοφρόνημα· ολόκληρος η ψυχή μου ανεπαύετο επί του αναστήματος του τόνου, του τρόπου της και μόλις έλαβα την ευκαιρίαν ν' αναλάβω εκ της εκπλήξεώς μου όταν έτρεξεν εις το δωμάτιον διά να πάρη τα γάντια της και το ριπίδιον. Τα μικρά με παρετήρουν εις κάποιαν απόστασιν από τα πλάγια, και εγώ επροχώρησα εις το μικρότατον, το οποίον είχε πολύ χαριτωμένην φυσιογνωμίαν. Αυτό απεσύρετο, καθ' ην στιγμήν ήδη η Καρολίνα εξήρχετο και είπε: «Λουδοβίκε, δος το χέρι σου εις τον εξάδελφον». Το έκαμε με πολλήν ελευθερίαν και δεν ηδυνήθην, μολονότι η μικρή του μύτη ήτο γεμάτη μύξες, να μη το φιλήσω με όλην μου την καρδίαν. – Εξάδελφος είπα, ενώ της έδιδα το χέρι· πιστεύετε ότι είμαι άξιος της ευτυχίας να είμαι συγγενής σας – Ω, είπε με ελαφρόν μειδίαμα, η συγγένειά μας είναι πολύ εκτεταμένη, και θα ελυπούμην αν θα είσθε ο πλέον μακρινός συγγενής μας. Φεύγουσα έδωκεν εντολήν της Σοφίας, της μεγαλυτέρας μετ' αυτήν αδελφής, κόρης ένδεκα περίπου ετών, να προσέχη καλά τα παιδιά και να υποδεχθή τον μπαμπά, όταν επιστρέψη από τον περίπατον. Και εις τα μικρά είπε να υπακούσουν εις την αδελφήν των Σοφίαν, ως να ήτον αυτή η ιδία· που της το υποσχέθηκαν όλα. Αλλά μία μικρή προπετής ξανθούλα περίπου έξ χρονών, είπεν: Αυτή όμως δεν είναι Καρολίνα· εμείς αγαπούμεν εσένα πιο πολύ. – Τα δύο μεγαλύτερα παιδιά είχαν σκαλώσει ήδη εις το πίσω μέρος της αμάξης και με την παράκλησίν μου τους επέτρεψε να έλθουν μαζί μέχρι της αρχής του δάσους, αν υπόσχοντο ότι δεν θα κάμουν παιγνίδια, και ότι θα κρατούνται καλά.

      Μόλις ετοποθετήθημεν εις την СКАЧАТЬ