Название: Παραμύθι χωρίς όνομα
Автор: Penelope Stephanou Delta
Издательство: Public Domain
Жанр: Детская проза
isbn:
isbn:
– Πανουργάκο! φώναξε στο τέλος απελπισμένα, ή θα βρεις μια λύση ή σου κόβω το κεφάλι!
Ο δυστυχισμένος Πανουργάκος ταράχθηκε πολύ. Άρχισε να τρέμει στα γερά και να κοιτάζει την πόρτα, μετρώντας με το μάτι πόσα βήματα έπρεπε να κάνει για να τη φθάσει.
– Λοιπόν, μια λύση! φώναξε ο Βασιλιάς.
Ο αρχικαγκελάριος έτρεμε ολόκληρος.
– Να… να πάγω εγώ… πρότεινε με σβησμένη φωνή.
– Να πας λοιπόν, μα να τρέξεις! αποκρίθηκε ο Βασιλιάς. Θέλω ευθύς φαγί και κρασί. Αν δεν πας κι έλθεις σαν αστραπή, σου κόβω το κεφάλι!
Πριν προφθάσει να τελειώσει τη φράση του, ο αρχικαγκελάριος ήταν κιόλα μακριά.
Τρεχάτος είχε βγει ο Πανουργάκος. Μα σα βρέθηκε έξω, στα σκοτεινά και στο κρύο, σταμάτησε.
– Πού θα πάγω, μουρμούρισε. Και πώς; Θέλω δυο μέρες για να φθάσω στου εξαδέλφου Βασιλιά, και ως τότε…
Έμεινε δυο λεπτά σκεπτικός. Ύστερα πήρε την απόφαση του.
– Τι σήμερα, τι αύριο! μουρμούρισε. Θα φύγω που θα φύγω!
Μόνο να τελειώσω πρώτα τις δουλειές μου με το φίλο μου τον
Λαγόκαρδο…
Και άρχισε να κατεβαίνει το βουνό.
Εκεί που πήγαινε βιαστικός, άκουσε περπατησιές.
Τον έπιασε τρομάρα.
– Ποιος είναι; ρώτησε φοβισμένα.
– Κανένας, Εξοχώτατε, εγώ είμαι! αποκρίθηκε μια φωνή πιο φοβισμένη ακόμα από τη δική του.
Ο αρχικαγκελάριος πήρε αμέσως θάρρος.
– Και ποιος είσαι συ; ρώτησε.
– Εγώ… εγώ… ο Κακομοιρίδης, ο σιδεράς, αποκρίθηκε τρεμουλιαστά η φωνή.
– Έλα μπροστά μου, αμέσως! πρόσταξε ο αρχικαγκελάριος.
Και μια σκιά ανθρώπινη, με μεγάλη καμπούρα στον ώμο, παρουσιάστηκε μπροστά του.
Ο αρχικαγκελάριος έπιασε την καμπούρα.
– Μπρε κλέφτη! Τι έχεις μέσα στο σακούλι σου; ρώτησε άγρια.
– Εξοχώτατε… κλέφτης δεν είμαι… Είναι οι κότες μου και το κρασί μου, που τ' αγόρασα και που τα πλήρωσα…
– Ψέματα λες! φώναξε πιο άγρια ο αρχικαγκελάριος. Οι κουρελιάρηδες σαν και σένα δεν τρώνε κότες ούτε πίνουν κρασί! Τα έκλεψες αυτά. Πες μου από πού!
– Δεν τα έκλεψα, να σε χαρώ, Αφέντη μου, τα πλήρωσα! αποκρίθηκε ο Κακομοιρίδης με δάκρυα στη φωνή. Τα πλήρωσα, Αφέντη μου, με τα λεφτά που μάζεψα πουλώντας το κέντημα που έφτιασε η κόρη μου για το θείο του Βασιλιά, τον Άρχοντα του γειτονικού βασιλείου. Ρώτησε τον, Εξοχώτατε, αν δεν τα πλήρωσα! Μου έκανε μάλιστα και δώρο ένα παστίτσιο…
Μα δεν πρόφθασε να τελειώσει. Τέτοια καλή τύχη ο Πανουργάκος δεν την άφησε να φύγει.
Άρπαξε το σακούλι του κατατρομαγμένου Κακομοιρίδη, και με μια κλωτσιά τον έστειλε να δοκιμάσει πόση ώρα χρειάζεται να κατέβει κανείς, κουτρουβαλιστά, από πάνω από ένα ψηλό βουνό, χωρίς να πατήσει το πόδι του χάμω.
Γ'. ΣΤΟ ΦΤΩΧΙΚΟ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΦΡΟΝΗΣΗΣ
Τρεχάτος ξανανέβηκε στο παλάτι ο Πανουργάκος και μπήκε στο δωμάτιο, όπου Βασιλιάς, Βασίλισσα, Βασιλοπούλες СКАЧАТЬ