Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος. Angelos Vlachos
Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος - Angelos Vlachos страница

СКАЧАТЬ

      Τα εν τη διτόμω ταύτη συναγωγή αναλεχθέντα πεζογραφήματα κατεχωρίσθησαν το πρώτον τα πλείστα, από τριακονταετίας ήδη και πλέον, εις περιοδικά φύλλα, εφημερίδας και ημερολόγια, άλλα μεν ως αυθόρμητα προϊόντα λογοτεχνικής διαθέσεως ή παρατηρήσεως, άλλα δε ως υπαγορεύσεις καιρικών περιστάσεων ή γεγονότων, ων διατηρούσιν ίσως έτι την μνήμην οι πλείστοι των αναγνωστών.

      Αν δε η εν σώματι αναδημοσίευσις αυτών φανή πως ευπρόσδεκτος, ως ελπίζει ο γράψας, ου μόνον εις τους παλαιούς των γνωρίμους, αλλά και εις τους οπωςδήποτε περιέργους προς τα παλαιότερα προϊόντα της συγχρόνου ελληνικής λογοτεχνίας, ας αποδώσωσι και ούτοι και εκείνοι την χάριν εις τον φιλόμουσον χορηγόν της Βιβλιοθήκης ταύτης, τον προθύμως παράσχοντα την ξενίαν της υψιδόμου του στέγης εις τα από τοσούτου χρόνου ανεμοφόρητα και περιπλάνητα ταύτα φύλλα.

      Ίσως οι νεώτεροι των αναγνωστών εύρωσι πως ωχράς και εξιτήλους, αν μη και ανομοίας πλέον κοινωνικάς τινας εικόνας εκ των εις τας επομένας σελίδας αποτυπουμένων· ίσως οι αισιοδοξότεροι αυτών υπολάβωσι μελανωτέρας του προσήκοντος τας σκιάς των, άλλοι δε τουναντίον δυσοιωνότεροι κρίνωσι τα φώτα των ιλαρώτερα της αληθείας. Και τούτους και εκείνους παρακαλεί ο γράψας να μη λησμονήσωσι τον χρόνον, καθ' ον έκαστον των δημοσιευμάτων τούτων – ως υπ' αυτό σημειούται – είδε κατά πρώτον το φως, μήτε να παραβάλωσιν εικόνας καιρών παρωχημένων προς την ενδεχομένως κρείττονα ή χείρονα πραγματικότητα της σήμερον. Αν αι εικόνες αύται δεν είνε πλέον όλαι ομοιώματα, εγράφησαν όμως πάσαι, – τούτο δύναται να βεβαιώση ο γράψας – εξ ηρέμου και απαθούς παρατηρήσεως· τούτο δε, ελπίζει, θέλουσιν αναγνωρίσει όσοι διατηρούσιν έτι εν τη μνήμη αυτών τους καιρούς και τα πράγματα, εις α αι προκείμεναι σελίδες αναφέρονται. Αν δε υπό την παρατήρησιν εκείνην φανή που υπολανθάνουσα και τις βαρυθυμία, δεν είνε μεν βεβαίως αύτη μείζων εκείνης, ην αισθάνονται και σήμερον έτι πολλοί προς τας κοινωνικάς και πολιτικάς ημών αρρωστίας, πηγήν της δε πάντως έχει γνώμην αγαθήν και κρείττονα πόθον.

Εν Αθήναις, κατά Μάρτιον, 1901Α. Β.

      ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ1

      (ΠΑΛΑΙΟΣ ΜΥΘΟΣ)

      «Τα παλαιά καινώς διεξελθείν».

(ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ)            

      Ενθυμείσαι αναγνώστά μου, ότι υπήρξες ποτέ παιδίον; Ενθυμείσαι τα ωραία και ταχύπτερα έτη της φαιδράς εκείνης ηλικίας, ήτις ήρχισεν ότε ήρχισες να ομιλής, και ετελείωσεν ότε ήρχισες να σκέπτεσαι; Ενθυμείσαι τα ξύλινα άλογά σου, τους μολυβδίνους σου στρατιώτας, τας παραφώνους σου σάλπιγγας, τα μακρά καλάμια, εφ' ων ιππεύων περιέτρεχες την αυλήν της πατρικής σου οικίας, κυνηγών απανθρώπως τας ανακυκώσας το χώμα όρνιθας και ταράσσων τον ύπνον της θερμαινομένης εις τον ήλιον γαλής; Ενθυμείσαι τας ατελευτήτους εκείνας εσπέρας του χειμώνος, καθ' ας, οκλαδόν προ της μάμμης σου καθήμενος, ητένιζες τον γοητευμένον μικρόν σου οφθαλμόν εις τα στίλβοντα δίοπτρά της, δι' ων εκείνη προσείχε μη περιπλέξη τον μίτον του νυκτερινού της εργοχείρου ;

      Τι ωραίος καιρός! Ποσάκις τας ψυχράς του Δεκεμβρίου εσπέρας, ενώ έδερεν έξω η βροχή τα φύλλα των παραθύρων, ή εστροβίλιζεν ο βορράς τον ανεμοδείκτην της καπνοδόχης, εκάθισα, – ως εκάθισες βεβαίως και συ – απέναντι των σπινθηρακιζόντων δαυλών της εστίας, πορφυρών τας παρειάς μου εις τας φλόγας της, και στηρίζων την κεφαλήν μου εις τα γόνατα της γραίας μου μάμμης, και την παρεκάλεσα, θωπεύων το κατ αρχάς και κλαυθμηρίζων μετά ταύτα, να ανοίξη τα μαραμμένα πλέον και επιχνοώντα ήδη αλλά φιλόμουσα πάντοτε χείλη της, και μας διηγηθή κανέν παραμύθι! Ανθίστατο κατ' αρχάς και ηρνείτο υπό μυρίας προφάσεις η αγαθή γραία· αλλά τι την ωφέλουν προφάσεις και αρνήσεις; Ο ικετευτικός κλαυθμηρισμός εκορυφούτο, αι θωπείαι και τα φιλήματα περιέλουον τας λαγαράς της παρειάς, και εις το νωδόν της στόμα ανέτελλε τέλος το μειδίαμα της υποχωρήσεως.

      Πώς εκροτάλιζον τότε αι μικραί μου χείρες! Διέστελλον όσον ηδυνάμην τους οφθαλμούς, ως ίνα διαψεύσω εκφανώς τας περί νυσταγμού συκοφαντίας της μάμμης, και τοποθετούμενος ανέτως πλησίον της, διά να μη χάσω συλλαβήν, ανέμενον άπληστος να καταπέση το μάννα της γλυκείας της διηγήσεως, να ακουσθή τέλος το πολυπόθητον εκείνο: Μίαν φοράν και ένα καιρόν.

      Αγνοώ, αν η μαγεία των παιδικών χρόνων παρέμεινε γλυκεία και ζωηρά εις των αναγνωστών μου την μνήμην· αγνοώ, αν το ίνδαλμα των πρώτων εκείνων εντυπώσεων, των πρώτων εκείνων απολαύσεων και συγκινήσεων, το σβεννύμενον βαθμηδόν και ωχριών υπό την πνοήν του χρόνου, επιζή έτι ποθεινόν εις τας ψυχάς των· το κατ' εμέ, όσον και αν περιέδραμον βραδύτερον τα μυθιστορικά πεδία του Δουμά, του Σύη και της Σάνδης, όσον και αν επλανήθην ως άσωτος υιός εις τας ολισθηράς τρίβους του αγνώστου, όσας και αν εμάσσησα βαλάνους, όσον σίκερα και αν έπιον κατά την πρώτην μου ταύτην διανοητικήν περιπλάνησιν, δεν απημβλύνθην όμως την γεύσιν, ούτε απέβαλον την γλυκύτητα της παιδικής μου μυθολογίας· αλλ' επί των χειλέων μου παρέμεινε πάντοτε αμιγές το μέλι της πρώτης εκείνης αφηγήσεως της μυθολόγου μάμμης μου, και εις την μνήμην μου βαθύ και ανεξίτηλον το χαρίεν αυτής σύμβολον: «Μίαν φοράν και ένα καιρόν».

      Διά τούτο δε, προτιθέμενος СКАЧАТЬ



<p>1</p>

Εδημοσιεύθη το πρώτον υπό αλλοίαν πως μορφήν εν τη Πανδώρα της 15 Σεπτεμβρίου 1867.